Τί σοι θέλεις ἵνα ποιήσω;
Μεγάλη ἐντύπωση μᾶς κάνει, πολύ παράξενο μᾶς φαίνεται τό ἐρώτημα πού ἀπευθύνει ὁ Χριστός στόν τυφλό τῆς Ἱεριχοῦς. Τί θέλεις νά σοῦ κάνω; Μά τί ἄλλο θά μποροῦσε νά ζητήσει ἕνας τυφλός ἀπό τό φῶς του; Πρός τί λοιπόν αὐτό τό ἐρώτημα;
1ον. Ὑπῆρχε περίπτωσις ὁ τυφλός, ὅσο παράξενο καί ἄν μᾶς φαίνεται, νά μή ἤθελε τό φῶς του. Νά ἐκμεταλλευόταν τήν πάθησή του, τήν ἀναπηρεία του γιά οἰκονομικό ὄφελος. Γιά νά προκαλεῖ τόν οἶκτο τῶν ἄλλων, νά τόν λυποῦνται καί νά τοῦ δίνουν ἐλεημοσύνη.
Γνωρίζω ἀνθρώπους, πού ἔχουν κάποιο πρόβλημα ὑγείας καί δέν πᾶνε στόν γιατρό, δέν θέλουν νά γίνουν καλά, γιατί ἔτσι θά ἐκμεταλλεύωνται τό πρόβλήμά τους, θά μαζεύουν χρήματα χωρίς νά χρειάζεται νά ἐργάζωνται.
Ἀκόμη εἶναι ἀλήθεια, πώς κάποιοι ἀσυνείδητοι γονεῖς, ἀλλά καί ἄλλοι πού δέν εἶναι γονεῖς οἱ ἴδιοι σακατεύουν, κακοποιοῦν μικρά παιδιά, τά καθιστοῦν ἀνάπηρα καί τά περιφέρουν μέσα στήν κοινωνία καί ἐπαιτοῦν μέ παραπονιάρικο ὕφος, βοηθεῖστε τό παιδάκι μου πού εἶναι ἀνάπηρο. Σκοπός καί ἐπιδίωξίς τους εἶναι νά βγάλουν εὔκολο χρῆμα ἀπό τόν πόνο τῶν ἄλλων. Ὅλοι οἱ τυφλοί δέν θέλουν πάντοτε τό φῶς τους. Ὅλοι οἱ ἄρρωστοι δέν ἐπιθυμοῦν τήν ὑγεία τους γιά πονηρούς σκοπούς, γιά οἰκονομικά ὀφέλη.
Ἀπό τίς Πράξεις τῶν Ἀποστόλων εἶναι γνωστό τό περιστατικό μέ τήν δαιμονισμένη στούς Φιλίππους. Ἡ δαιμονισμένη νέα ἦταν δούλη, εἶχε πνεῦμα πύθωνος καί μάντευε, προέλεγε τά μέλλοντα. Ὅταν τήν ἐθεράπευσε ὁ ἀπόστολος Παῦλος, ὅταν ἔβγαλε τό δαιμόνιο, σταμάτησε καί ἡ μαντική της ἱκανότητα.
Βλέποντες οἱ κύριοί της ὅτι χάθηκε ἡ ἐλπίδα τοῦ κέρδους, τῆς εἴσπραξης χρημάτων, κατηγόρησαν τούς Ἀποστόλους Παῦλο καί Σίλα στίς ἀρχές τοῦ τόπου, ὅτι δῆθεν οἱ ἄνθρωποι αὐτοί προκαλοῦν ταραχές στήν πόλη, ὅτι εἰσάγουν ἔθιμα πού δέν ἐπιτρέπονται στούς Ρωμαίους.
Ξεσηκώθηκε ὁ λαός ἐναντίον τους, ὅρμησαν ἐπάνω τους, τούς χτύπησαν, ἔσχισαν τά ροῦχα τους καί τούς ἔκλεισαν στή φυλακή. Ὅλα αὐτά γιατί ἡ νέα δέν θά ἔβγαζε πλέον χρήματα ἀπό τό πάθος της.
Πρό ἐτῶν πάλι μοῦ ἔλεγε ἕνας τυφλός: Ζητάω ἀπό κάποιους χρήματα δῆθεν δανικά, ἀλλά δέν πρόκειται ποτέ νά τά ἐπιστρέψω. Καί τί θά μοῦ κάνουν; Θά μέ πᾶνε στά δικαστήρια τυφλό ἄνθρωπο; Δέν ὑπάρχει χειρότερο πράγμα ἀπό τό νά κάνει κάποιος ἐμπόριο τήν ἀναπηρία του. Εἶναι μέγας ξεπεσμός καί ἔσχατος ἐξευτελισμός τῆς ἀξιοπρέπειάς του.
Λοιπόν αὐτός εἶναι ὁ πρῶτος λόγος γιά τόν ὁποῖο ρωτάει ὁ Χριστός τόν τυφλό. Εἶναι νά θέλει καί ὁ ἄλλος καί τότε θά τοῦ κάνει ὁ Χριστός ὅ,τι τοῦ ζητήσει.
2ον. Ὁ δεύτερος λόγος εἶναι, γιά νά φανεῖ πώς ὁ τυφλός δέν εἶναι ἕνας συνηθισμένος ἐπαίτης, κάποιος ἀπό τούς συνήθεις ζητιάνους, ἀλλά πρόκειται γιά ἄνθρωπο πού ἔχει πίστη. Αὐτή ἄλλωστε τόν ὁδηγοῦσε στόν Χριστό, πού μποροῦσε νά τοῦ δώσει τό φῶς του. Αὐτή τόν ἔκανε νά φωνάζει. Ὁ τυφλός, λέει τό ἱερό Εὐαγγέλιο, ἐβόησε, πού σημαίνει φώναζε δυνατά, μέ ὅση δύναμη εἶχε. Ἰησοῦ, Υἱέ Δαβίδ, ἐλέησόν με. Μέ τά λόγια αὐτά δείχνει τήν πίστη, ὅτι ὁ Ἰησοῦς Χριστός εἶναι ὁ Μεσσίας, ὁ Υἱός τοῦ Θεοῦ, πού ἦρθε στόν κόσμο. Μάλιστα ὁ Κύριος τό ὁμολόγησε, τοῦ τό εἶπε ξεκάθαρα , ἡ πίστις σου σέσωκέ σε.
Ἀσφαλῶς, ἀγαπητοί μου, ὁ Χριστός γνωρίζει ποιοί εἴμαστε. Γνωρίζει πολύ καλά ὅλες μας τίς ἀνάγκες καί τίς ἐλλείψεις μας. Ζητάει ὅμως ἐμεῖς οἱ ἴδιοι νά τίς ποῦμε, νά τίς κάνουμε αἰτήματα. Αὐτό ἔχει μεγάλη βαρύτητα καί ἀξία. Ὅταν ἐκθέτουμε τίς ἀνάγκες μας, τότε διδάσκουμε τούς ἑαυτούς μας νά ἐκτιμοῦμε τήν ἀξία τοῦ θείου ἐλέους καί νά τό ἐπιζητοῦμε μέ ἐπιμονή. Ἄν δέν τό κάνουμε, εἴμαστε ἀνάξιοι τοῦ ἐλέους καί τῆς θείας βοηθείας.
Τό ἴδιο συμβαίνει καί στήν περίπτωση τῆς μετανοίας καί ἐξομολογήσεως. Δέν γνωρίζει ὁ Θεός τίς ἁμαρτίες μας; Γιατί πρέπει νά τίς ἐξομολογηθοῦμε στόν πνευματικό; Γιά νά ταπεινωθοῦμε, γιά νά στριμοχθοῦμε, γιά νά καταλάβουμε πόσο μεγάλο κακό εἶναι ἡ ἁμαρτία, πόσο μᾶς προσβάλλει ὅταν τήν διαπράττουμε καί νά ζητήσουμε τό ἔλεός τοῦ Θεοῦ. Πρέπει νά ζητήσουμε, γιά νά εἰσακουσθοῦμε. Νά ζητήσουμε, γιά νά μᾶς δώσει. Γιά τήν σωτηρία μας κάτι, ἔστω καί ἐλάχιστο πρέπει νά συμβάλουμε κι᾿ ἐμεῖς.
Κάνω τώρα μία ἁπλή σκέψη: Τόσοι πολλοί ἀκολουθοῦσαν τόν Χριστό. Τόσοι πολλοί πήγαιναν μαζί του. Αὐτοί δέν εἶχαν καμία ἀνάγκη, δέν εἶχαν κανένα πρόβλημα καί εἶχε μόνο ὁ τυφλός; Γιατί δέν τούς βοήθησε ὁ Χριστός; Γιατί ἀσχολήθηκε μόνο μέ ἕναν καί μάλιστα πού ἔστεκε μακρυά καί δέν μποροῦσε νά πλησιάσει;
Γιατί αὐτός πίστευε, αὐτός φώναζε καί ζητοῦσε τό ἔλεός του. Οἱ ἄλλοι ἔτρεχαν ξοπίσω του, ὄχι ἀπό πίστη, οὔτε ἀπό εὐλάβεια, ἀλλά ἀπό κάποια περιέργεια. Ἦταν κοντά στόν Χριστό, μά δέν εἶχαν καμία σχέση μαζί του. Οἱ καρδιές τους δέν εἶχαν δοθεῖ σ᾿ αὐτόν, δέν τόν πίστευαν καί μάλιστα ἦταν αὐτοί πού ἐμπόδιζαν τόν τυφλό νά πλησιάσει καί τόν ἐπιτιμοῦσαν, τόν μάλωναν, γιά νά σιωπήσει.
Αὐτό πολύ νά τό προσέξουμε ὅλοι μας. Μήπως ἐμεῖς πού λέμε, ὅτι εἴμαστε χριστιανοί καί τρέχουμε στίς ἐκκλησίες, μήπως τελικά εἴμαστε ξένοι καί μακρυά ἀπό τόν Χριστό. Καί ὄχι μόνο αὐτό, ἀλλά μήπως κάνουμε τό σοβαρό λάθος, τό μεγάλο κακό, νά ἐμποδίζουμε καί τούς ἄλλους νά πλησιάσουν ἤ ἀκόμη μήπως διώχνουμε τούς ἄλλους ἀπό τήν Ἐκκλησία καί τόν Χριστό.
Σ᾿ ἕνα ἀπό τά φοβερά οὐαί πού ἐξαπέλυσε ὁ Χριστός ἐναντίον τῶν φαρισαίων ἦταν καί τό παρακάτω: Ἀλοίμονό σας γραμματεῖς καί φαρισαῖοι ὑποκριταί, πού οὔτε ἐσεῖς μπαίνετε στήν βασιλεία τοῦ Θεοῦ, ἀλλ᾿ οὔτε καί ἐκείνους πού θέλουν νά μποῦν τό ἐπιτρέπετε.
Βλέπετε ἡ πάπια ἤ ἡ χήνα μπορερῖ νά εἶναι ὧρες ὁλόκληρες μέσα στό νερό καί δέν βρέχεται. Τό ψάρι εἶναι σέ ὅλη του τήν ζωή μέσα στήν θάλασσα, στό ἁλμυρό νερό, χωρίς νά πάρει καθόλου ἀπό τήν ἁλμύρα τῆς θάλασσας. Αὐτό πάει νά πεῖ, ὅτι μετράει πολύ ὁ τρόπος μέ τόν ὁποῖο πλησιάζουμε τόν Χριστό, γιά νά πάρουμε χάρι καί εὐλογία. Νά πλησιάζουμε ὄχι μέ ἀπιστία, ὄχι μέ περιέργεια, ἀλλά μέ πίστη καί εὐλάβεια, γιά νά προσφέρει σέ μᾶς ὁ Χριστός τό μέγα ἔλεός του. Ἀμήν.-
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου