(Παράτεινον τό ἔλεός σου τοῖς γινώσκουσί σε)
Ἡ ζωή μας ὅλη, ἀγαπητοί μου, πρέπει νά εἶναι ζημωμένη μέ τήν προσευχή. Ὁ ἀπόστολος Παῦλος μᾶς συμβουλεύει νά προσευχώμαστε ἀδιαλείπτως. Ὁ δέ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Θεολόγος μᾶς ὑποδεικνύει νά ἐνθυμούμεθα τόν Θεόν, νά προσευχώμαστε περισσότερο ἀπ᾿ ὅσο ἀναπνέουμε.
Στήν ἀκολουθία τοῦ ἑσπερινοῦ, ὅταν κάνουμε εἴσοδο, λέμε μία εὐχή: Ἑσπέρας καί πρωΐ καί μεσημβρίας αἰνοῦμεν, εὐλογοῦμεν, εὐχαριστοῦμεν καί δεόμεθά σου, Δέσποτα τῶν ἁπάντων... Πρωΐ, μεσημέρι, βράδυ προσευχόμαστε. Στίς λεγόμενες μικρές Συναπτές τῆς Θείας Λειτουργίας ἐπαναλαμβάνουμε, ἔτι καί ἔτι, ἐν εἰρήνῃ τοῦ Κυρίου δεηθῶμεν. Πάλι καί πάλι καί ἀκόμη νά προσευχηθοῦμε καί νά παρακαλέσουμε τόν Κύριο. Στήν δέ δεύτερη εὐχή τῶν πιστῶν διαβάζουμε: Πάλιν καί πολλάκις σοί προσπίπτομεν καί σοῦ δεόμεθα, ἀγαθέ καί φιλάνθρωπε... Πολλές φορές πέφτουμε στά γόνατα καί παρακαλοῦμε τόν ἀγαθό καί φιλάνθρωπο Θεό μας.
Ὅλα αὐτά καί πολλά ἄλλα ἀκόμη, πού θά μπρούσαμε νά ἀναφέρουμε, μᾶς προτρέπουν στήν προσευχή, ὅτι πρέπει νά προσευχώμαστε συνεχῶς καί μάλιστα μᾶς δείχνουν καί τά εἴδη τῆς προσευχῆς. Ὅτι δηλαδή στήν προσευχή μας δέν ζητοῦμε μόνο, δέν δεόμεθα καί ἱκετεύουμε, ἀλλά καί εὐλογοῦμε τόν Θεό, τόν εὐχαριστοῦμε καί τόν δοξάζουμε γιά τίς πολλές, τίς ἄμετρες καί μέγιστες εὐεργεσίες, πού μᾶς ἔκανε. Ἔλεγε ὁ μακαριστός π. Παΐσιος, ὅταν πεῖς Κύριε ἐλέησον, σοῦ δίνει ὁ Θεός ἕνα ἑκατοστάρικο. Ἄμα πεῖς δόξα σοι, Κύριε, σοῦ δίνει χιλιάρικο. Τό μυαλό μας νά μή εἶναι μόνο στό νά ζητοῦμε, ἀλλά καί στό νά εὐχαριστοῦμε καί νά δοξάζουμε.
Ἐξ ὅσων πάλι γνωρίζουμε ἀπό τούς λόγους τῶν πατέρων, ἡ Παναγία πιό πολύ εὐχαριστιέται, ὅταν διαβάζουμε τούς χαιρετισμούς της, παρά τήν παράκλησή της. Ἡ ἴδια τό ὑποσχέθηκε, ὅτι θά εἶναι θερμή προστάτης καί βοηθός, σ᾿ αὐτόν πού καθημερινῶς θά λέει τούς χαιρετισμούς της.
Ὁ ἅγιος Κοσμᾶς ὁ Αἰτωλός μᾶς ἀναφέρει ἕνα ὡραιότατο περιστατικό. Κάποτε σ᾿ ἕναν ἔρημο τόπο ζοῦσε ἕνας φοβερός λήσταρχος μέ τούς ἄντρες του. Ὅποιος περνοῦσε ἀπό ἐκεῖ τόν συνελάμβαναν καί τόν λήστευαν. Μάλιστα δέ πολλές φορές τόν ξεγύμνωναν καί τοῦ ἔπαιρναν ἀκόμη καί τά ροῦχα πού φοροῦσε. Μέσα στό πολλά κακά, μέσα στά ἐγκλήματα, πού διέπραττε ὁ ἀρχιληστής, εἶχε ἕνα καλό. Εἶχε μάθει ἀπό τήν μητέρα του νά λέει καθημερινά τούς χαιρετισμούς τῆς Παναγίας.
Κάποτε διάβαινε ἀπό ἐκεῖ ἕνας Γέροντας. Οἱ λησταί, σάν τόν εἶδαν, ἔτρεξαν, τόν ἔπιασαν καί θέλησαν νά τοῦ πάρουν ὅ,τι εἶχε πάνω του, ἀλλ᾿ ὁ μοναχός δέν εἶχε τίποτε μαζί του. Ζήτησε νά τόν πᾶνε στό ἀφεντικό τους, ὅπως καί ἔγινε. Θέλησε νά τούς μιλήσει καί εἶπε στόν καπετάνιο νά ἔρθουν ἐκεῖ μπροστά του ὅλοι οἱ λησταί. Αὐτοί εἶναι; τόν ρώτησε, δέν λείπει κανείς; Κοιτάει ὁ ἀρχιληστής καί τοῦ λέει εἶναι ἕνας ἀκόμη. Αὐτός δέν εἶναι ληστής, δέν ἀξίζει καί πολλά πράγματα. Κάθε μέρα μοῦ ἑτοιμάζει τό τραπέζι, γιά νά φάω καί στρώνει τό κρεββάτι μου, γιά νά κοιμηθῶ. Νά ἔρθει καί ἐκεῖνος, ζήτησε ὁ Γέροντας. Ἐκεῖνος δέν ἤθελε καί οἱ ἄλλοι τόν ἔφεραν σηκωτό, μέ τό ζόρι.
Δέν μποροῦσε νά δεῖ τόν Γέροντα. Ἀγρίευε, γύριζε ἀλλοῦ τό πρόσωπό του. Σέ ἐξορκίζω στό ὄνομα τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ, εἶπε ὁ μοναχός, νά μᾶς πεῖς ποιός εἶσαι. Τότε ὁ ἄλλος θέλοντας καί μή ὁμολόγησε τήν ἀλήθεια. Ἐγώ, εἶπε, δέν εἶμαι ἄνθρωπος, ἀλλά διάβολος. Μ᾿ ἔστειλε τό ἀφεντικό μου σ᾿ αὐτόν τόν ἀρχιληστή, γιά νά τοῦ κάνω κακό, γιά τά κακουργήματα, πού ἔκανε, ἀλλά μέχρι σήμερα δέν τά κατάφερα. Δεκατέσσερα χρόνια εἶμαι ἐδῶ καί τόν ὑπηρετῶ. Γυρεύω εὐκαιρία νά τόν βλάψω, ἀλλά δέν μπόρεσα, γιατί δέν πέρασε οὔτε μία μέρα, χωρίς νά πεῖ τούς χαιρετισμούς τῆς Παναγίας. Αὐτή, ἀγαπητοί μου, εἶναι ἡ δύναμη τῆς προσευχῆς. Ὅταν μάλιστα εἶναι θερμή, ζωντανή, τότε κάνει θαύματα.
Τήν Δοξολογία τήν ξέρετε. Τήν ψάλλουμε ἤ τήν διαβάζουμε κάθε μέρα δύο φορές. Ὁλόκληρη στήν ἀκολουθία τοῦ Ὄρθρου, λιγότερη ἀπό τήν μισή στόν Ἑσπερινό ἀπό τό Καταξίωσον, Κύριε, καί μετά. Ἐκεῖ λοιπόν στή Δοξολογία ὑπάρχει ἕνας στίχος παρμένος ἀπό τόν 35ο Ψαλμό, στίχος 11. Τί λέει ὁ στίχος αὐτός; Παράτεινον τό ἔλεός σου τοῖς γινώσκουσί σε, καί τήν δικαιοσύνην σου τοῖς εὐθέσι τῇ καρδίᾳ.
Εἶναι μία πολύ ὡραία φράσις. Ἅπλωσε τό ἔλεός σου, μή τό παίρνεις, μή τό μαζεύεις, δόσε παράταση στό ἔλεός σου, Κύριε, κάνε ὥστε νά διαρκεῖ περισσότερο χρόνο σέ ὅσους σέ γνωρίζουν, γνωρίζουν ὅτι ἐσύ εἶσαι ὁ ἀληθινός Θεός. Δόσε τήν δικαιοσύνη σου στούς εὐθεῖς κατά τήν καρδίαν ἀνθρώπους.
Ποιοί εἶναι οἱ εὐθεῖς ἄνθρωποι; ἐκεῖνοι πού εἶναι ἀπονήρευτοι, καί ἐφαρμόζουν τό θέλημα τοῦ Θεοῦ. Πού δέν εἶναι χριστιανοί μόνο στά λόγια. Ὁ ἅγιος Κύριλλος λέει, ὅτι δέν ὑπάρχει διαφορά ἀνάμεσα στούς πρώτους καί στούς δεύτερους, στούς γινώσκοντες καί στούς εὐθεῖς. Εἶναι οἱ καλοί καί πιστοί ἄνθρωποι.
Σημειώνει ὁ Ὠριγένης, ὅτι οἱ γινώσκοντες τόν Θεόν, οἱ πιστοί ἄνθρωποι δικαιοῦνται τοῦ ἐλέους τοῦ Θεοῦ καί σώζονται. Οἱ εὐθεῖς τῇ καρδίᾳ, οἱ ἐργαζόμενοι τό θέλημα τοῦ Θεοῦ λαμβάνουν τόν στέφανον τῆς δικαιοσύνης, ὅπως λέει καί ὁ ἀπόστολος Παῦλος. Σ᾿ αὐτούς παρατείνεται τό ἔλεος τοῦ Θεοῦ. Σέ ὅσους ὅμως δέν γνωρίζουν τόν Θεό, δηλαδή στούς ἄπιστους, στούς ἀμετανόητους ἁμαρτωλούς τό ἔλεος θά εἶναι πρόσκαιρο.
Ἀνέχεται ὁ Θεός μέχρι ἐκεῖ πού δέν παίρνει ἄλλο. Περιμένει τήν μετάνοιά μας, μακροθυμεῖ, γιατί δέν θέλει τόν θάνατο τοῦ ἁμαρτωλοῦ. Δέν μᾶς ἔπλασε γιά νά μᾶς καταστρέψει. Ἄν τιμωροῦσε μετά ἀπό κάθε ἁμαρτία, δέν θά ἔμενε κανένας ὄρθιος. Ὅλοι θά εἴχαμε χαθεῖ. Τήν ἐπιστροφή μας ἐπιζητεῖ, γιά νά μᾶς σώσει. Ἄν ὅμως, παρ᾿ ὅλην τήν ἀναμονή, δέν βλέπει τήν πολυπόθητη μετάνοια, δέν βλέπει καρποφορία πνευματική, τότε παίρνει τήν χάρη του ἀπό πάνω μας καί ἀρχίζουν τά βάσανα. Καί εἶναι πραγματικά φοβερόν τό ἐμπεσεῖν εἰς χεῖρας Θεοῦ ζῶντος, ὅπως γράφει στούς Ἑβραίους ὁ ἀπόστολος Παῦλος.
Ἄν πέσουμε σέ χέρια ἀνθρώπων, πού εἶναι θνητοί καί ὀλιγοχρόνιοι, σύντομα γλυτώνουμε ἀπό αὐτούς. Ἐκεῖνοι ὅμως πού ἔπεσαν στά χέρια τοῦ ζωντανοῦ Θεοῦ, τοῦ αἰώνιου καί ἀθάνατου, δέν θά ξεφύγουν ποτέ ἀπό τήν τιμωρία του.
Τά ἴδια εἶπε καί ἡ εὐσεβής Σωσσάνα, ὅταν τήν ἐκβίαζαν ἐκεῖνοι οἱ δύο ἀκόλαστοι γέροντες. Εἶναι προτιμότερο νά μή ἁμαρτήσω καί νά πέσω στά χέρια τῶν ἀνθρώπων, αὐτό δέν εἶναι δά καί τόσο φοβερό, παρά νά ἁμαρτήσω καί νά πέσω στά χέρια τοῦ Θεοῦ, γιατί τότε ἔχω νά παιδεύωμαι αἰώνια.
Αὐτά νά ἔχουμε ὑπ᾿ ὄψι μας καί νά ἐπαναλαμβάνουμε συχνά, ἀσταμάτητα, παράτεινον τό ἔλεός σου, Κύριε...
Ὁ μακαριστός π. Παΐσιος ἔλεγε: Νά παρακαλοῦμε κατ᾿ ἀρχάς ἡ προσευχή μας νά ἔχει ὡς ἀποτέλεσμα νά ἔρθουν σέ θεοσέβεια ὅσοι ζοῦν καί ὅσοι θά ζήσουν. Ἐγώ στήν προσευχή μου λέω, παράτεινον τό ἔλεός σου τοῖς γινώσκουσί σε καί προσθέτω καί τοῖς μή γινώσκουσί σε.
Τό ἴδιο ἔγραφε καί ἕνας σύγχρονος ἁγιώτατος ἐπίσκοπος (Πρεβέζης Μελέτιος) στό περιοδικό τῆς Μητροπόλεώς του: Παράτεινον τό ἔλεός σου στόν κόσμο σου, εἴτε σέ ἀγαπᾶνε καί σέ ἐπικαλοῦνται, εἴτε ὄχι. Κύριε, δεῖξε τά ἐλέη σου σέ ὅλον τόν κόσμο. Ἕνας ἄλλος ἐξ ἴσου καλός Μητροπολίτης (Φιώτιδος Νικόλαος) ἔγραφε σέ μία ἐγκύκλιό του πρός τούς Ἱερεῖς του: Ὁ Θεός νά παρατείνει τό ἔλεός του καί νά μακροθυμήσει, γιατί ἀλλιῶς ἡ ζωή μας θά γίνει κόλαση. Ὁ δέ δικός μας π. Ἱερόθεος, νῦν Μητροπολίτης Ναυπάκτου στό δικό του περιοδικό γράφει: Τό ἔλεος τοῦ Θεοῦ μᾶς προστατεύει καί μᾶς βοηθᾶ νά μή ἁμαρτάνουμε. Τοὐλάχιστον νά μή πέσουμε σέ θανάσιμες ἁμαρτίες καί νά μή ἀπομακρυνθοῦμε ἀπό κοντά του. Ἄν ὁ Θεός ἔπαιρνε τό ἔλεός του, τότε θά μπορούσαμε νά διαπράξουμε τίς μεγαλύτερες ἁμαρτίες μέ τά πάθη, πού ἔχουμε μέσα μας. Ἀλλά τό ἔλεος τοῦ Θεοῦ μᾶς συγχωρεῖ, ὅταν ἡ διεστραμμένη μας θέληση μᾶς ὁδηγεῖ σέ ἀποστασία ἀπό τόν Θεό καί σέ πολλές ἀπρέπειες. Γι᾿ αὐτό καθημερινό πρέπει νά εἶναι τό αἴτημά μας: Παράτεινον τό ἔλεός σου τοῖς γινώσκουσί σε.
Διαβάζουμε σέ μία εὐχή τοῦ εὐχελαίου, ὅτι ὁ Θεός εἶναι ταχύς εἰς βοήθειαν καί βραδύς εἰς ὀργήν. Αὐτό δέν εἶναι σχῆμα λόγου. Σάν πρῶτο παράδειγμα σᾶς ὑπενθυμίζω τόν κατακλυσμό τοῦ Νῶε. Τί γράφει ἡ Παλαιά Διαθήκη;
Εἶδε ὁ Θεός, ὅτι ἐπληθύνοντο οἱ ἁμαρτίες τῶν ἀνθρώπων πάνω στή γῆ καί ὅτι ἡ καρδιά κάθε ἀνθρώπου ἀσχολεῖται ἐπιμελῶς μέ τά πονηρά ἔργα. Ὅλοι διεφθάρησαν καί ἡ γῆ γέμισε ἀπό ἀδικίες. Ὅλοι εἶχαν ξεφύγει ἀπό τόν δρόμο τοῦ Θεοῦ. Μόνο ὁ Νῶε ἦταν δίκαιος καί τέλειος στήν ἐποχή του, εὐάρεστος στόν Θεό. Ἔτσι ὁ Θεός μετάνοιωσε, πού ἐδημιούργησε τόν ἄνθρωπο καί ἀπεφάσισε νά τόν ἐξαλείψει ἀπό προσώπου τῆς γῆς, καί μαζί μέ αὐτόν κάθε ἔμψυχο ὄν, ἀπό ἀνθρώπου ἕως κτήνους, τά ἑρπετά τῆς γῆς καί τά πτηνά τοῦ οὐρανοῦ.
Βλέπουμε λοιπόν, πώς ὁ αἴτιος τῆς καταστροφῆς εἶναι πάντοτε ὁ ἄνθρωπος μέ τίς ἁμαρτίες του. Αὐτός συμπαρασύρει στήν καταστροφή καί τήν ἄψυχη κτίση. Καί αὐτή συστενάζει καί συνοδύνει ἄχρι τοῦ νῦν, ὅπως λέει ὁ Ἀπόστολος Παῦλος.
Εἶπε ὁ Θεός στόν Νῶε: Ἔφτασε τό τέλος ὅλων τῶν ἀνθρώπων. Θά τούς καταστρέψω ὅλους, δέν τούς ἀντέχω πλέον. Οὐ μή καταμείνῃ τό πνεῦμα μου ἐν τοῖς ἀνθρώποις τούτοις. Δέν θά ἀναπαυθεῖ τό πνεῦμα μου ποτέ πιά σ᾿ αὐτούς τούς ἀνθρώπους. Πνεῦμα Θεοῦ εἶναι ἡ προνοητική δύναμίς του. Ἑπομένως δέν θά προνοήσω ἄλλο γι᾿ αὐτούς τούς ἀνθρώπους, κατά συνέπεια θά καταστραφοῦν.
Ἐδῶ βλέπουμε πολύ καθαρά, ὅτι μᾶς κρατάει ὄρθιους καί ζωντανούς ἡ πρόνοια τοῦ Θεοῦ. Ἄν ὁ Θεός πάρει τήν χάρη του, ἀμέσως πέφτουμε, γινόμαστε συντρίμμια, διαλυόμαστε. Λίγο ἄν μᾶς ἐγκαταλείψει ἡ Χάρις τοῦ Θεοῦ, τίποτε δέν θά μποροῦμε νά κάνουμε. Ἄν ὁ Θεός γιά κλάσματα τοῦ δευτερολέπτου σταματήσει νά προνοεῖ γιά τόν κόσμο, τήν ἴδια στιγμή ὅλα χάνονται. Γι᾿ αὐτό λέει ἡ Γραφή, οἱ μακρύνοντες ἀπό σοῦ ἀπωλοῦνται. Ὅσοι ἀπομακρύνονται ἀπό τόν Θεό, καταστρέφονται. Δέν τούς καταστρέφει ὁ Θεός, ἀλλά ἡ ἀπομάκρυνση ἀπό αὐτόν.
Πάνω σ᾿ αὐτά ἔλεγε ὁ μακαριστός π. Πορφύριος, ὁ ἅγιος τῶν ἡμερῶν μας: Ὁ Θεός δέν τιμωρεῖ, ὁ ἄνθρωπος αὐτοτιμωρεῖται, ἀπομακρυνόμενος ἀπό τόν Θεό. Ἐδῶ εἶναι νερό. Ἐκεῖ ὑπάρχει φωτιά. Εἶμαι ἐλεύθερος νά διαλέξω. Βάζω τό χέρι μου στό νερό, δροσίζομαι. Τό βάζω στή φωτιά, καίγομαι.
Κάτι ἀνάλογο μέ ἄλλα λόγια ἔλεγε καί ὁ π. Παΐσιος ὁ Ἁγιορείτης: Ὅταν δικαιολογοῦμε τόν ἑαυτό μας γιά τίς ἁμαρτίες καί τά σφάλματά μας, βρισκόμαστε σέ λανθασμένη κατάσταση. Κόβουμε τήν ἐπικοινωνία μας μέ τόν Θεό. Ἀπομακρυνόμαστε ἀπό Αὐτόν. Μπαίνει μόνωση ἀνάμεσα στόν ἄνθρωπο καί στόν Θεό. Σήμερα διαθέτουμε πολλά μονωτικά ὑλικά γιά τήν ὑγρασία, τήν ζέστη, τό κρύο, τόν ἦχο κ.ἄ. Ἰσχυρότερο μονωτικό ἀπό τήν δικαιολογία δέν ὑπάρχει γιά τήν Θεία Χάρη. Εἶναι σάν νά χτίζουμε ἕναν τοῖχο ἀνάμεσα στόν ἑαυτό μας καί στόν Θεό, ὁπότε κόβουμε κάθε σχέση μαζί Του.
Τά θανάσιμα ἁμαρτήματα μολύνουν τό ἅγιο Βάπτισμα καί τότε ἡ Θεία Χάρις ἀπομακρύνεται ἀπό τόν ἄνθρωπο. Ἀπομακρύνεται, δέν τόν ἐγκαταλείπει ἐντελῶς. Οὔτε ὁ φύλακας ἄγγελος τόν ἐγκαταλείπει. Ὁ Θεός δέν μᾶς ἔπλασε, γιά νά μᾶς ἐγκαταλείψει τόσο εὔκολα καί νά μᾶς καταστρέψει. Δέν σκέπτεται καί δέν ἐνεργεῖ ὅπως ἐμεῖς οἱ ἄνθρωποι. Κάνει ὑπομονή καί κάθεται κοντά μας, στέκει δίπλα μας. Ἐμεῖς νομίζουμε, ὅτι μᾶς ἐγκατέλειψε, γιατί ἐμεῖς φύγαμε ἀπό κοντά του. Ἐκεῖνος ἐξακολουθεῖ νά μένει κοντά μας. Γι᾿ αὐτό πρέπει νά προσέχουμε τήν ζωή μας καί ὅλο τό εἶναι μας. Σάν τόν πάγκαλο Ἰωσήφ πρέπει νά σκεφτώμαστε καί νά διερωτώμεθα, πῶς θά κάνω τό πονηρό, τήν ὁποιαδήποτε ἁμαρτία, μπροστά στά μάτια τοῦ Κυρίου μου;
Κακό ὄντως εἶναι νά ἐγκαταλείψουμε τόν Θεό. Ἀλλά θά τολμοῦσα νά πῶ, ὅτι αὐτό εἶναι μικρό κακό, ἐφόσον παρά τήν ἁμαρτία μας ὁ Θεός εἶναι μαζί μας. Κακό μεγάλο, τό μεγαλύτερο κακό, ἡ τρομερώτερη δυστυχία καί συμφορά εἶναι, ὅταν μᾶς ἐγκαταλείψει ὁ Θεός. Τότε χτυπιέται φοβερά ὁ ἄνθρωπος καί δέν ὑπάρχει ἀθλιότερο κατάντημα, χειρότερη κατάστασις ἀπό τήν ἐγκατάλειψη τοῦ Θεοῦ. Αὐτή εἶναι ἡ κόλασις.
Στόν Εὐεργετινό διαβάζουμε μία ἱστορία. Ἕνας μοναχός ἔπεσε σέ σαρκικό πειρασμό καί ἤθελε νά παντρευτεῖ. Μάλιστα θέλησε νά ζητήσει σέ γάμο τήν κόρη ἑνός ἱερέως τῶν εἰδώλων. Χάρηκε ὁ πατέρας της, ἀφ᾿ ἑνός μέν γιά τήν πτώση τοῦ μοναχοῦ, ( νά ποιοί εἶναι οἱ χριστιανοί), ἀφ᾿ ἑτέρου δέ γιατί θά τακτοποιοῦσε τήν κόρη του. Μή βιάζεσαι, τοῦ εἶπε ὁ διάβολος. Αὐτός ἐγκατέλειψε τόν Θεό, ἀλλά ὁ Θεός δέν τόν ἐγκατέλειψε ἀκόμη. Αὐτό, πιστεύω, τά λέει ὅλα. Ὁ Θεός δέν μᾶς ἀφίνει τόσο εὔκολα, ἀναβάλλει τήν τιμωρία του, δέν ἐπεμβαίνει τιμωρητικά ἀμέσως, ἀλλά δίνει παράταση στό ἔλεός του καί στήν Χάρη του.
Ἐπανερχόμαστε στήν περίπτωση τοῦ Νῶε.
Ἐσύ, συνεχίζει ὁ Θεός, κάνε γιά τόν ἑαυτό σου μία κιβωτό, γιά νά σωθεῖς μέ τήν οἰκογένειά σου ἀπό τόν κατακλυσμό, πού θά ἀκολουθήσει. Ὅταν ἔλαβε τήν ἐντολή ὁ Νῶε ἦταν πεντακοσίων (500) ἐτῶν. Ὅταν ἔγινε ὁ κατακλυσμός ἦταν ἑξακοσίων ἐτῶν (600).
Λέει ὁ ἱερός Χρυσόστομος, ὅτι ἐπίτηδες ἡ Ἁγία Γραφή σημειώνει τόν ἀριθμό τῶν ἐτῶν. Γιά νά μάθουμε πόσα χρόνια κράτησε ἡ κατασκευή τῆς κιβωτοῦ. Ἑκατό χρόνια ἔχτιζε καί αὐτά τά 100 χρόνια συμβούλευε τούς ἀνθρώπους νά παύσουν τίς κακίες, νά σταματήσουν τίς ἁμαρτίες, ἀλλά μιλοῦσε εἰς ὦτα μή ἀκουόντων. Κανείς δέν τόν ἄκουγε. Μάλιστα τόν κορόϊδευαν καί τόν περιγελοῦσαν. Ὁ καημένος ὁ Νῶε, ἔλεγαν, γέρασε καί ἔχασε τά λογικά του, δέν ξέρει τί λέει καί τί κάνει. Ἀκοῦς ἐκεῖ, νά καταστρέψει ὁ Θεός τόν κόσμο! Κανείς δέν τόν πίστευε. Ἀκόμη καί ἐκεῖνοι, πού τούς πῆρε γιά ἐργάτες, νά χτίσουν τήν κιβωτό. Καί αὐτοί οἱ τεχνίτες τελικά πνίγηκαν μαζί μέ ὅλους τούς ἄλλους στόν κατακλυσμό. Πόση ἦταν ἡ ὑπομονή τοῦ Νῶε, κυρίως ὅμως πόση ἡ ὑπομονή καί μακροθυμία τοῦ Θεοῦ, ἀλλά καί πόση ἡ πώρωση τῶν ἀνθρώπων ἐκείνων!
Τό ἐντυπωσιακό καί συγκινητικό εἶναι, πώς ὁ Θεός παρέτεινε τό ἔλεός του γιά 100 ὁλόκληρα χρόνια. Τούς ἔδωσε τόσο πολύ χρόνο στή διάθεσή τους. Τόσα πολλά χρόνια περίμενε τήν μετάνοιά τους. Ἔδινε παράταση ἐπί παρατάσεως, ἀλλά ἄδικα. Ὅταν εἶδε, ὅτι δέν καταλαβαίνουν, δέν μετανοοῦν, δέν διορθώνονται, τότε ἦρθε ὁ κατακλυσμός καί ἧρεν ἅπαντας, τούς περιμάζεψε ὅλους. Ἀξίζει νά ποῦμε ὅπως τήν Μεγάλη Πέμπτη στά δώδεκα Εὐαγγέλια, δόξα τῇ μακροθυμία σου, Κύριε, δόξα σοι. Αὐτός πού εἶναι ἀδικαιολόγητος καί ἀσυγχώρητος εἶναι ὁ ἄνθρωπος, πού δέν ἀξιοποιεῖ, δέν ἐκμεταλλεύεται τήν παράταση, πού τοῦ δίνει ὁ Θεός. Ἡ μεγάλη παράτασις καί μακροθυμία τοῦ Θεοῦ δείχνουν τό μέγεθος τῆς ἀγάπης του καί τῆς φιλανθρωπίας του.
Αὐτές βέβαια οἱ ἀρετές τοῦ Θεοῦ πολλές φορές σκανδαλίζουν τούς δῆθεν εὐσεβεῖς χριστιανούς. Οὔτε λίγο οὔτε πολύ παραπονοῦνται καί τά βάζουν μέ τόν Θεό. Γιατί δέν τούς τιμωρεῖ ἀμέσως ὁ Θεός; Γιατί οἱ ἁμαρτωλοί νά ζοῦν εὐτυχισμένοι; Γιατί τούς πᾶνε εὐνοϊκά τά πράγματα;
Ὅμως, ἀγαπητοί μου, εἶναι πολύ τολμηρό καί ἐπικίνδυνο νά λέμε τέτοια λόγια. 1ον) Εἶναι σάν νά μή ξέρει ὁ Θεός καί πρέπει ἐμεῖς νά τοῦ βάλουμε μυαλό καί νά τοῦ ποῦμε τί νά κάνει. Καί 2ον) οἱ ἄλλοι εἶναι ἁμαρτωλοί, ἐνῷ ἐμεῖς τί εἴμαστε; Οἱ καλοί καί δίκαιοι; Μέ ἄλλα λόγια κάνουμε σάν τόν φαρισαῖο τῆς γνωστῆς παραβολῆς τοῦ ἱεροῦ Εὐαγγελίου, πού ἔλεγε, ὅτι οἱ ἄλλοι εἶναι ἁμαρτωλοί, οἱ ἄλλοι εἶναι ἅρπαγες, ἄδικοι, μοιχοί. Ἐγώ δέν εἶμαι σάν αὐτούς, οὔτε σάν αὐτόν τόν τελώνη. Καί ὅμως ὁ ἴδιος ἦταν πού καταδικάσθηκε, ἐνῷ ὁ τελώνης, πού ἀνεγνώριζε τά λάθη του καί ζητοῦσε τό ἔλεος τοῦ Θεοῦ, δικαιώθηκε.
Τό ἴδιο ρωτοῦσε καί ὁ προφήτης Ἱερεμίας: Τί ὅτι ὁδός ἀσεβῶν εὐοδοῦται; Γιατί ἡ ζωή τῶν ἀσεβῶν πάει καλά καί ὁ δρόμος τῆς ζωῆς τους εἶναι χαρούμενος καί εὐτυχισμένος;
Ἔχουμε ὅμως αὐτό τό δικαίωμα; Ποιοί εἴμαστε ἐμεῖς, πού θέλουμε νά ἀνακρίνουμε τόν Θεό; Χρειαζόμαστε πολλή προσοχή καί μεγάλο σεβασμό, ὅταν μιλᾶμε γιά τόν Θεό ἤ ἀπευθυνόμαστε σ᾿ Αὐτόν.
Ἡ ἀπάντηση στά ἐρωτήματα αὐτά εἶναι πάντοτε μία, ἡ ἴδια. Ὁ Θεός ἀνέχεται καί μακροθυμεῖ. Μᾶς δίνει παράταση. Κάνει παράταση στό ἔλεός του. Μᾶς δίνει καιρόν μετανοίας. Νά μετανοήσουμε καί νά διορθωθοῦμε, γιά νά ἀποφύγουμε τήν κόλαση καί τήν τιμωρία. Τό εἴπαμε καί πιό πάνω, ὁ Θεός δέν σκέφτεται καί δέν ἐνεργεῖ ὅπως οἱ ἄνθρωποι.
Λέει ὁ προφήτης Ἡσαΐας, ὅτι τό πολύ ἔλεος τοῦ Θεοῦ καί ἡ ὑπομονή του πρός τούς κακούς ἀνθρώπους πολλές φορές αὐξάνει τήν αὐθάδειά τους καί σκληρύνονται περισσότερο. Παίρνουν μέ ἄλλα λόγια τήν καλωσύνη τοῦ Θεοῦ γιά ἀδυναμία. Ὅταν λοιπόν, μακροθυμεῖ ὁ Θεός καί αὐτοί δέν ἀλλάζουν, δέν συνέρχωνται, τότε θά πέσει πάνω τους τό τσεκούρι τῆς θείας δικαιοσύνης, καί θά χαθοῦν. Ἁρθήτω ὁ ἀσεβής, θά ἀφανισθεῖ, γιά νά μή δεῖ τήν δόξα τοῦ Κυρίου.
Ἄς ἀναφέρουμε ἕνα ἀκόμη παράδειγμα ἀπό τήν Ἁγία Γραφή, πιό συγκεκριμένα ἀπό τήν Ἀποκάλυψη τοῦ Ἁγίου Ἰωάννου, πού ἔχει σχέση μ᾿ ἐμᾶς τούς Ἕλληνες.
Ὁ Θεός ὁμιλεῖ στούς ἐπισκόπους τῶν ἑπτά Ἐκκλησιῶν τῆς Μικρᾶς Ἀσίας καί λέει πρῶτα στόν ἄγγελο, στόν ἐπίσκοπο δηλαδή τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἐφέσου: Μετανόησον καί τά πρῶτα ἔργα ποίησον. Εἰ δέ μή, ἔρχομαί σοι ταχύ καί κινήσω τήν λυχνίαν σου. Ἄν δέν μετανοήσεις, θά ἔρθω γρήγορα καί θά μετακινήσω τήν λυχνία σου ἀπό τόν τόπο της. Ἄν δέν μέ ἀκούσεις, ἔχεις νά πάθεις μεγάλο κακό. Θά σέ μετακινήσω ἀπό ἐδῶ. Θά σέ διώξω. Θά σέ ἐξαφανίσω.
Στόν ἐπίσκοπο τῆς Ἐκκλησίας τῆς Περγάμου εἶπε: Ἔχεις μερικούς, πού κρατοῦν τήν διδασκαλία τῶν Νικολαϊτῶν. Μετανόησε λοιπόν, ἀλλοιῶς θά ἔρθω γρήγορα (ἄς συγκρατήσουμε τήν λέξη αὐτή) καί θά πολεμήσω ἐναντίον τους μέ τήν ρομφαία τοῦ στόματός μου.
Στόν ἐπίσκοπο τῆς Ἐκκλησίας τῶν Θυατείρων μιλάει γιά κάποια γυναίκα, πού λέει πώς εἶναι προφῆτις καί μέ τήν διδασκαλία της πλανᾶ τούς ἀνθρώπους τοῦ Θεοῦ. Τούς κάνει νά πορνεύουν καί νά τρῶνε εἰδωλόθυτα. Παρ᾿ ὅλα αὐτά δέν τήν τιμωρεῖ ἀμέσως. Τῆς ἔδωσε χρόνο νά μετανοήσει. Καί σ᾿ αὐτήν ἀκόμη παρέτεινε τό ἔλεός του.
Στόν ἐπίσκοπο τῶν Σάρδεων ἔγραφε: Θυμήσου τί παρέλεβες καί ἄκουσες. Αὐτά νά τηρεῖς καί νά μετανοήσεις. Ἐάν δέν ξυπνήσεις, θά ἔρθω σ᾿ ἐσένα σάν κλέφτης καί δέ θά ξέρεις ποιά ὥρα θά ἔρθω.
Στόν ἐπίσκοπο τῆς Ἐκκλησίας τῆς Φιλαδελφείας διεμήνυσε: Ἔρχομαι γρήγορα. Κράτησε αὐτό πού ἔχεις, γιά νά μή πάρει κάποιος ἄλλος τό στεφάνι σου. Ἐκεῖνος πού ἔχει αὐτιά, ἄς ἀκούσει τί λέει τό Πνεῦμα στίς Ἐκκλησίες.
Συμβούλευε νά μετανοήσουν καί ἀπειλοῦσε μέ τιμωρίες. Ὑποσχόταν μάλιστα, ὅτι αὐτά θά γίνουν γρήγορα. Δυστυχῶς κάποιοι δέν ἄκουσαν τόν Θεό. Δέν μετενόησαν. Δέν διορθώθηκαν. Δέν ἄλλαξαν τρόπο ζωῆς. Αὐτά τά ἔλεγε τό Πνεῦμα τό Ἅγιο στά τέλη τοῦ πρώτου μετά Χριστόν αἰώνα, γύρω στό 90. Ἔλεγε, ὅτι θά ἔρθη ταχέως καί θά μετακινήσει τήν λυχνία τους. Τό ἔλεγε, μά δέν τό ἔκαμνε. Δέν ἦρθε γρήγορα. Ἔδινε τήν μία παράταση πάνω στήν ἄλλη. Ἀνέβαλε διαρκῶς τήν ὀργή του, ἀλλά ἐκεῖνοι δέν μετενόησαν. Καί τό κακό ἦρθε σ᾿ ἐκεῖνα τά μέρη ὕστερα ἀπό 1832 χρόνια, δηλαδή τό 1922, ὅταν ἔγινε ἡ Μικρασιατική καταστροφή.
Ὁ Θεός ἔκανε ὑπομονή. Συγκρατοῦσε τήν ὀργή του καί παρέτεινε τό ἔλεός του. Ἔδινε πλουσιοπάροχα καιρόν μετανοίας. Ἐμεῖς πολλές φορές δέν ὑπομένουμε οὔτε λίγα λεπτά τῆς ὥρας. Ἀπαντοῦμε ἀμέσως πάνω στό θυμό μας. Παραφερόμαστε καί ἐνεργοῦμε ἀπερίσκεπτα, γι᾿ αὐτό καί λανθασμένα. Στήν περίπτωση αὐτή ὁ Θεός περίμενε, ἔδινε παράταση γιά εἴκοσι αἰῶνες, γιά περίπου δύο χιλιάδες χρόνια.
Λένε οἱ ἱστορικοί, ὅτι μεγαλύτερος χαμός, μεγαλύτερη καταστροφή ἀπό αὐτήν τῆς Σμύρνης δέν ἔγινε ποτέ στόν κόσμο. Κάηκε ἡ πόλις καί πολλά χωριά. Χιλιάδες Χριστιανῶν σφαγιάσθηκαν. Τό Ἑλληνικό αἷμα ποτάμι ἔτρεχε στήν προκυμαία τῆς Σμύρνης. Ἡ θάλασσα γιά πολλά μέτρα μέσα ἔγινε κατακόκκινη ἀπό τό αἷμα. Κι᾿ εἶπαν πολλοί, ὅτι φταίει ἡ ἀγριότητα καί βαρβαρότητα τῶν Τούρκων, κι᾿ εἶναι ἀλήθεια αὐτό.
Φταίει ὁ διχασμός τῶν Ἑλλήνων τῆς ἐποχῆς ἐκείνης. Μοιράστηκε ἡ χώρα μας σέ βασιλικούς καί βενιζελικούς πού τρωγόντουσαν μεταξύ τους, ὥστε ξέχασαν τόν ἑλληνικό στρατό, πού πολεμοῦσε στά βάθη τῆς Μ. Ἀσίας. Κι᾿ αὐτό εἶναι ἀλήθεια
Φταῖνε οἱ λεγόμενοι φίλοι μας, οἱ εὐρωπαῖοι σύμμαχοί μας. Μᾶς ἐγκατέλειψαν, μᾶς πρόδωσαν καί ἐξόπλιζαν τούς Τούρκους. Κι᾿ αὐτό εἶναι ἀλήθεια.
Ὅμως ἡ μεγαλύτερη ἀλήθεια εἶναι ἄλλη. Φταῖνε οἱ ἁμαρτίες μας καί αὐτό πολύ σπάνια τό ἀναγνωρίζουμε καί πολύ λιγότερο τό λέμε. Τήν ἐποχή ἐκείνη ἡ Σμύρνη δέν ἦταν ἁπλῶς ἕνα μεγάλο κοσμοπολίτικο μέρος. Ἦταν κέντρο ἁμαρτίας. Πολλή ἁμαρτία, μεγάλη πρόκλησις γιά τά δεδομένα τῆς ἐποχῆς ἐκείνης. Ἴσως δέν συμφέρει νά τό λέμε, ἀλλά αὐτή εἶναι ἡ ἀλήθεια. Τό ὁμολογοῦσαν οἱ ἴδιοι οἱ Σμυρνιοί, πού εἶχαν κάποιον φόβο Θεοῦ.
Ἔτσι χάθηκαν ἐκεῖνα τά μέρη, πού ἦταν ἑλληνικά ἀπό αἰῶνες πρό Χριστοῦ, μέ πολιτισμό, μέ γράμματα, ἐπιστῆμες καί τέχνες. Τόποι ἁγιασμένοι, πού δέχθηκαν πολύ ἐνωρίς τό μήνυμα τοῦ Χριστοῦ. Πού ἔβγαλαν μεγάλους Ἁγίους, Πατέρες καί Διδασκάλους. Τόποι μέ Ἐκκλησίες καί μεγάλα Μοναστήρια, μέ περίφημα Σχολεῖα καί Διδακτήρια.
Τώρα ὅλα γκρέμισαν, δέν ἔμεινε τίποτε ὄρθιο. Μέχρι πόπε; Τί θά γίνει στό μέλλον; Μόνο ὁ Θεός τό γνωρίζει. Τό βέβαιον εἶναι, ὅτι αὐτά τά λυπηρά συνέβησαν λόγῳ τῶν ἁμαρτιῶν μας. Μέχρι σήμερα τό εἴπαμε ἀμέτρητες φορές καί τό ξαναλέμε. Τό μεγαλύτερο κακό στόν κόσμο εἶναι ἡ ἁμαρτία. Ὅλα τά ἄλλα ἀπό αὐτήν προέρχονται.
Ὁ μακαριστός Μητροπολίτης Φλωρίνης Αὐγουστῖνος, ὁ ζηλωτής καί πυρφόρος Ἐπίσκοπος, ὁ γενναῖος ἀγωνιστής τοῦ Χριστοῦ, σ᾿ ἕνα κήρυγμά του ἔλεγε: Ὅσοι κατοικοῦμε σ᾿ αὐτήν τήν γῆ, πρέπει νά εἴμεθα εὐγνώμονες στό Θεό γιά τίς πολλές εὐεργεσίες του. Μία ἀπό αὐτές εἶναι τό ἔλεός του γιά τούς ἁμαρτωλούς. Σέ μιά πολιτεία οἱ παραβάται τῶν νόμων τιμωροῦνται, διαφορετικά τό κράτος δέν μπορεῖ νά σταθεῖ, διαλύεται. Γιά τά πολλά μας ἁμαρτήματα θά ἔπρεπε νά πέσει φωτιά ἀπό τόν οὐρανό καί νά μᾶς κάψει. Ἀλλά πῶς, ἀδελφοί μου, ὁ κόσμος δέν καταστρέφεται; Ποιοί προσεύχονται καί ὁ Θεός δίνει παράταση; Ποιοί τόν παρακαλοῦν, παράτεινον τό ἔλεός σου; Ἐγώ λέω ὅτι, ἄν σωζώμεθα, σωζόμεθα πρῶτον ἀπό τά νήπια, ἀπό τά μικρά παιδιά, τά ἀγγελούδια αὐτά, πού γονατίζουν καί προσεύχονται. Χάρι σ᾿ αὐτά δέν μᾶς κατέστρεψε ἀκόμη ὁ Θεός. Καί δεύτερον δέν καταστράφηκε ὁ κόσμος πρό πάντων ἀπό τίς πρεσβεῖες τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου. Παρακαλεῖ ἡ Παναγία, δόσε ἔλεος στούς ἁμαρτωλούς, ἔλεος στούς παραβάτες τῶν Θείων Ἐντολῶν!
Καί συνεχίζει: Πάνω στά κεφάλια μας τώρα κρέμασαν οἱ ἄγγελοι τό κοφτερό σπαθί τῆς δικαίας ὀργῆς τοῦ Θεοῦ. Καί ξέρετε ἀπό ποῦ κρέμεται; Ἀπό μία τρίχα. Ἕνα λάθος νά γίνει ὅλα τινάχθηκαν στόν ἀέρα. Ποιός θά μᾶς σώσει; Τά ἔργα μας; Ἀλοίμονό μας, αὐτά εἶναι φρίκη. Ποιός ἄλλος; Μόνο οἱ πρεσβεῖες τῆς Θεοτόκου. Γι᾿ αὐτό στούς χαιρετισμούς τῆς λέμε: Χαῖρε Κριτοῦ δικαίου δυσώπησις, χαῖρε πολλῶν πταιόντων συγχώρησις.
Σέ ποιούς ὅμως δίνει συγχώρηση; Στούς ἁμαρτωλούς πού μετανοοῦν. Ὁ Θεός, ἀδελφοί μου, δέν θά μᾶς δικάσει, γιατί ἁμαρτάνουμε, ἀλλά γιατί δέν μετανοοῦμε. Γι᾿ αὐτό νά τρέξουμε στόν πνευματικό κι᾿ ἐκεῖ κάτω ἀπό τό πετραχήλι του, μπροστά στά πόδια του νά ρίξουμε τήν σωρό ἀπό τά ἀναμμένα κάρβουνα τῶν ἁμαρτιῶν μας. Νά τά ρίξουμε μέσα στό πέλαγος τοῦ θείου ἐλέους. Τότε ὅλα τά κάρβουνα θά σβύσουν, ὅλες οἱ ἁμαρτίες μας θά συγχωρηθοῦν.
Ἄν παρακολουθήσουμε τήν ζωή τοῦ Κυρίου μας, θά τόν δοῦμε νά μακροθυμεῖ, νά συγκαταβαίνει, νά κάνει ὑπομονή. Ἡ καρτερία του ἦταν μεγάλη, θαυμαστή σέ ὅλη του τήν ζωή. Πρίν ἀπό τήν ἀνάσταση, κατά τό πάθος, ἀλλά καί μετά τήν ἀνάσταση. Ἔδειξε συγκατάβαση ὅταν ὅλοι οἱ Βηθλεεμίτες ἔκλειναν τίς πόρτες στήν Παναγία Μητέρα του καί ἀναγκάσθηκε νά καταφύγει σ᾿ ἕνα σπήλαιο, πού τό χρησιμοποιοῦσαν γιά σταῦλο κι᾿ ἐκεῖ νά γεννήσει τόν Χριστό. Ἔδειξε συγκατάβαση, ὅταν περιετμήθη τήν σάρκα βρέφος ὀκτώ ἡμερῶν. Ἔτσι λέει ἕνα τροπάριο τῆς πρώτης τοῦ ἔτους: Συγκαταβαίνων ὁ Σωτήρ τῷ γένει τῶν ἀνθρώπων οὐκ ἐβδελίξατο σαρκός τήν περιτομήν...
Κάποτε τοῦ ζητήθηκε νά πληρώσει καί ὁ ἴδιος φόρο. Ἔστειλε τότε τόν Πέτρο γιά ψάρεμα καί στό στόμα τοῦ πρώτου ψαριοῦ, πού ἔπιασε, βρῆκε ἕνα νόμισμα. Μέ αὐτό πλήρωσαν τούς φόρους, πού ὥριζαν οἱ νόμοι τοῦ κράτους.
Κάποιοι ἀπό τούς μαθητάς του φιλονικοῦν μεταξύ τους γιά πρωτοκαθεδρίες κι᾿ Ἐκεῖνος μακροθυμεῖ. Ὁ ἕνας τόν προδίδει, ἄλλος τόν ἀρνεῖται, ὅλοι σχεδόν τόν ἐγκαταλείπουν. Τόν συλλαμβάνουν καί τόν δένουν σάν κακοῦργο. Τόν χτυποῦν, τόν μαστιγώνουν, τόν φτύνουν, τόν προσβάλλουν, τοῦ φοροῦν ἀγκάθινο στεφάνι, τόν ἀνεβάζουν στό σταυρό καί τόσα ἄλλα καί αὐτός μακροθυμεῖ. Μποροῦσε μέ ἕνα νεῦμα του νά τούς συντρίψει καί νά τούς ἐξαφανίσει. Μποροῦσε νά προσκαλέσει πάνω ἀπό δώδεκα λεγεῶνες ἀγγέλους, γιά νά τόν ὑπερασπισθοῦν, ὅπως εἶπε στόν Πέτρο στόν κῆπο τῆς Γεθσημανῆ, μά δέν τό κάνει. Τί ψάλλουμε στήν ἀκολουθία τῶν παθῶν; Δόξα τῇ μακροθυμίᾳ σου, Κύριε, δόξα σοι.
Μετά τήν ἀνάσταση ἔδειξε στούς μαθητάς τίς πληγές ἀπό τά καρφιά, ἀφοῦ δέν τόν πίστευσαν. Πῆρε καί ἔφαγε μπροστά τους κυρήθρα μέ μέλι καί ψημένο ψάρι, παρότι δέν εἶχε πλέον ἀνάγκη τροφῆς. Μετά ἀπό ὀκτώ ἡμέρες ξαναεμφανίζεται καί δείχνει ἀκόμη μεγαλύτερη ἀνοχή καί συγκατάβαση στόν Θωμᾶ, πού θέλει κι᾿ αὐτός νά τόν ψηλαφήσει καί νά πιστέψει στήν ἀνάστασή του.
Συγκαταβατικός ὁ Χριστός στήν ἁμαρτωλή ἐκείνη γυναίκα, πού τήν συνέλαβαν νά ἁμαρτάνει καί ἤθελαν οἱ φαρισαῖοι νά τήν λιθοβολήσουν. Ἀφοῦ τούς εἶπε, ὁ ἀναμάρτητος πρῶτος τόν λίθον βαλέτω ἀπ᾿ αὐτῇ, καί ἔφυγαν ντροπιασμένοι, τήν ρώτησε, γυναίκα, κανείς δέν σέ κατέκρινε; Κανείς, Κύριε. Οὔτε ἐγώ σέ κατακρίνω. Πήγαινε στό καλό, καί στό ἑξῆς πρόσεξε μή ἁμαρτήσεις.
Αὐτό κάνει καί σ᾿ ἐμᾶς. Παρατείνει τό ἔλεός του, δέν τιμωρεῖ, ἀνέχεται, περιμένει τήν διόρθωση καί μετάνοιά μας. Ἄν τιμωροῦσε, εἴπαμε, δέν θά ἔμενε ὄρθιος οὔτε ἕνας. Ἀλλά τότε θά γέμιζε ἡ κόλαση ἀπό ἁμαρτωλούς. Τώρα μακροθυμεῖ καί περιμένει τήν μετάνοιά μας, γιά νά μᾶς βάλει στόν παράδεισο. Νά ἔχει πελατεία ὁ Παράδεισος καί ὄχι ἡ κόλασις.
Αὐτήν τήν τακτική τοῦ Κυρίου μας πρέπει νά ἀκολουθήσουμε κι᾿ ἐμεῖς. Τό ἴδιο πρέπει νά κάνουμε στούς ἄλλους. Νά συγκαταβαίνουμε στίς ἀδυναμίες τους, νά κάνουμε ὑπομονή στά ἐλαττώματά τους, νά συγχωροῦμε τά σφάλματά τους.
Λέει ὁ ἅγιος Ἰάκωβος ὁ Ἀδελφόθεος, ἔστω πᾶς ἄνθρωπος ταχύς εἰς τό ἀκοῦσαι, βραδύς εἰς τό λαλῆσαι, βραδύς εἰς τήν ὀργήν. Γρήγορα καί πρόθυμα ἀκοῦμε, ἀλλά δέν μιλᾶμε καί δέν ὀργιζόμαστε εὔκολα. Κάνουμε ὑπομονή καί μακροθυμοῦμε. Πάνω στήν ἔξαψη τῆς ὀργῆς καί τοῦ θυμοῦ δέν θά φερθοῦμε σωστά. Γι᾿ αὐτό κάποτε στήν ἀρχαιότητα ἕνας φιλόσοφος, ὅταν ὁ ὑπηρέτης του ἔκανε κάποια ζημία, τοῦ εἶπε, δέν σέ τιμωρῶ σήμερα, γιατί εἶμαι νευριασμένος. Θά σέ τιμωρήσω αὔριο. Τήν ἄλλη μέρα ὅμως, ὅταν πέρασε ὁ θυμός εἶδε, ὅτι δέν πρέπει νά τόν τιμωρήσει, ἀλλά νά δείξει συγκατάβαση.
Στούς ἀσθενεῖς πνευματικά, ἀσθενεῖς στήν πίστη καί στήν ἀρετή παρασκευάζουμε φάρμακα, δέν ἀνοίγουμε πληγές, ὅπως δέν ἀγανακτοῦμε ἐναντίον τοῦ ἀσθενοῦς, ἀλλ᾿ ἀντιθέτως τόν βοηθοῦμε καί τοῦ συμπαραστεκόμαστε. Αὐτό ἐννοεῖ ὁ ἀπ. Παῦλος, ὅταν λέει, ὀφείλομεν ἡμεῖς οἱ δυνατοί τά ἀσθενήματα τῶν ἀδυνάτων βαστάζειν.
Ἄς ὑπομένουμε λοιπόν τίς ἀδυναμίες τῶν ἄλλων. Νά μακροθυμοῦμε στά σφάλματά τους, νά ἀναβάλουμε τόν θυμό μας, νά δίνουμε παράταση στήν καλή μας συμπεριφορά. Μή ἀπαντοῦμε ἀμέσως μέ ἄσχημο τρόπο. Νά τούς παρακινοῦμε, νά τούς ὠθοῦμε νά ξεκινήσουν τήν πνευματική πορεία, νά ἀρχίσουν νέα ζωή μέσα στό δρόμο τοῦ Θεοῦ, κάτω ἀπό τήν χάρη τοῦ Χριστοῦ.
Ἀγαπητοί μου,
Ἡ ὥρα πέρασε κι᾿ ἐγώ πρέπει νά τελειώσω. Ἕνας ἄλλος ἅγιος τῶν ἡμερῶν μας, ὁ π. Σωφρόνιος τοῦ Ἔσσεξ σέ μία δική του πρωϊνή προσευχή ἔλεγε πρός τόν Θεό: Παράτεινον τάς ἡμέρας τῆς ζωῆς μου, ἕως ὅτου σοι προσφέρω ἀληθινήν μετάνοιαν. Ἡ παράταση τοῦ ἐλέους δίδεται, γιά νά μᾶς χαρίσει καιρόν μετανοίας. Ὁ ληστής πάνω στό σταυρό ἀξιοποίησε τίς τελευταῖες στιγμές τῆς ζωῆς του καί ἔτσι κέρδισε τόν παράδεισο.
Γι᾿ αὐτό κι᾿ ἐμεῖς πρέπει καί νά δείνουμε παράταση στούς ἄλλους, μά καί νά ζητοῦμε ἀπό τόν Θεό παράταση. Πρῶτα νά μετανοήσουμε εἰλικρινά καί ὕστερα νά μᾶς πάρει ὁ Θεός ἀπό αὐτόν τόν μάταιο κόσμο. Ἄν δέν γίνει ἔτσι καήκαμε. Ἄς γίνει προσευχή μας καθημερινή καί κάθωρος στεναγμός, δηλαδή κάθε ὥρα, ἡ εὐσεβής αὐτή ἐπίκλησις.
Κύριε, σύ πού συγχώρησες τούς σταυρωτάς σου, παράτεινον τό ἔλεός σου καί σέ μᾶς τούς ἁμαρτωλούς. Σύ πού μέ τό αἷμα σου σφράγισες τήν διαθήκη τῆς σωτηρίας τοῦ κόσμου, σῶσε καί τίς δικές μας ψυχές. Παράτεινον τό ἔλεός σου τοῖς γινώσκουσί σε. Ἀμήν.-
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου