Ἑσπερινή ὁμιλία
Γνωρίζουμε ὅλοι μας ἀπό τήν Ἁγία Γραφή, ἀγαπητοί μου, ὅτι τήν παραδεισένια ζωή τοῦ ἀνθρώπου διαδέχθηκε ἡ ὀδυνηρή ζωή. Πρίν ἀπό τήν πτώση στήν ἁμαρτία ὁ ἄνθρωπος δέν εἶχε λύπη, πόνο, κούραση, ἱδρώτα. Δέν ἤξερε τά δάκρυα. Ἀπολάμβανε μόνο τήν ὁλοκάθαρη μακαριότητα τοῦ παραδείσου. Ἡ παρακοή τῶν πρωτοπλάστων καί κυρίως ἡ ἀμετανοησία τους τούς ἔβγαλε ἀπό τόν κῆπο τῆς Ἐδέμ καί τούς ἐξόρισε στήν κοιλάδα τοῦ κλαυθμῶνος, ὅπου ἡ λύπη, πόνος, στεναγμός καί τά δάκρυα. Ὁ κόσμος ὅλος ἦταν λαός καθήμενος ἐν σκότει, ἐν χώρᾳ καί σκιᾷ θανάτου.
Κάποια φορά, ὅταν εὐδόκησε ὁ Θεός, ἦρθε τό πλήρωμα τοῦ χρόνου καί ἐπισκέφθηκε ὁ Θεός τόν λαό Του. Ἡ πρώτη λέξη πού ἀκούσθηκε στούς χρόνους τῆς Καινῆς Διαθήκης, ἦταν ἡ λέξη τῆς χαρᾶς. Χαῖρε, Κεχαριτωμένη, εἶπε ὁ Ἀρχάγγελος Γαβριήλ στήν ταπεινή κόρη τῆς Ναζαρέτ. Αὐτός ὁ χαιρετισμός ἀπευθυνόταν τελικά, ὄχι σ᾿ ἕνα πρόσωπο μόνο, ἀλλά σέ ὅλη τήν ἀνθρωπότητα. Γι᾿ αὐτό στόν πρῶτο στίχο τῶν Χαιρετισμῶν τῆς Παναγίας λέμε: Χαῖρε, δι᾿ ἧς ἡ χαρά ἐκλάμψει. Σύμφωνα μέ ἕνα ἄλλο τροπάριο ἡ Θεοτόκος δέχθηκε τήν χαρά τοῦ κόσμου, τόν Κύριον ἡμῶν Ἰησοῦν Χριστόν, διά τοῦ ὁποίου ἦρθε χαρά ἐν ὅλῳ τῷ κόσμῳ καί ὁ ὁποῖος ἦρθε γιά νά σκουπίσει τά δάκρυα ἀπό τά μάτια τῶν ἀνθρώπων.
Ὅμως, ἐπειδή ὁ Υἱός τοῦ Θεοῦ εἰς τά ἴδια ἦλθεν καί οἱ ἴδιοι αὐτόν οὐ παρέλαβον, αὐτοκαταδικάσθηκαν νά συνεχίζουν νά χύνουν ἄφθονα δάκρυα στή ζωή τους. Ἐξακολουθοῦμε νά ἔχουμε τά μάτια μας πηγές τῶν δακρύων. Ἡ ζωή μας ὅλη εἶναι ζυμωμένη μέ τά δάκρυα.
Κατ᾿ ἀρχήν πρέπει νά διευκρινήσουμε, ὅτι ὑπάρχουν τρεῖς τύποι δακρύων. 1)Τά συνεχῆ ἤ ἀλλιῶς βασικά δάκρυα, πού διατηροῦν τά μάτια ὑγρά καί τά προστατεύουν ἀπό τό στέγνωμα καί τήν ξηρότητα. 2) Τά ἀντανακλαστικά δάκρυα, πού προκαλοῦνται ἀπό κάποιο ἐξωτερικό ἐρεθισμό, ὅπως ὅταν μᾶς ἐνοχλεῖ ὁ καπνός, ὅταν καθαρίζουμε κρεμμύδια ἤ ὅταν μπεῖ στό μάτι μας κάποιο σκουπιδάκι. 3)Ὑπάρχουν καί τά λεγόμενα συναισθηματικά ἤ ψυχολογικά δάκρυα, πού ὅπως τό λέει καί ἡ λέξη ὀφείλονται σέ συναισθηματική φόρτιση.
Οἱ γυναῖκες κλαῖνε ποιό εὔκολα καί μάλιστα χωρίς νά νιώθουν ντροπή γι᾿ αὐτό. Οἱ ἄνδρες κλαῖνε πολύ πιό δύσκολα, εἰδικά μπροστά σέ τρίτους, γιατί τό θεωροῦν ἔνδειξη ἀδυναμίας. Καί ὅμως τό κλάμα κάνει καλό στήν ὑγεία τοῦ σώματος καί στήν ψυχολογία μας. Ἀπό πνευματικῆς ἀπόψεως θά τό δοῦμε στή συνέχεια.
Μέ τά δάκρυα ἀπελευθερώνεται, ἀνακουφίζεται καί ἀπομακρύνεται ἡ συναισθηματική μας ἔνταση. Οἱ εἰδικοί ὑποστηρίζουν, ὅτι ὅταν κλαῖμε, ἐκφράζουμε ἀνοιχτά τά συναισθήματά μας καί βγάζουμε ἀπό μέσα μας αὐτό πού μᾶς βασανίζει. Ἔτσι βελτιώνεται ἡ ψυχική ἀλλά καί σωματική μας ὑγεία. Μπορεῖ νά μᾶς φαίνεται παράξενο, ἀλλά εἶναι ἀλήθεια πώς τό κλάμα εἶναι εὐεργετικό γιά τόν ἄνθρωπο.
Τά δάκρυα περιέχουν ἔνζυμα, πρωτεΐνες, ὁρμόνες καί μεγάλες ποσότητες ἀπό μαγγάνιο, κάλιο καί νάτριο. Οὐσίες πού καθαρίζουν τά μάτια καί τά προστατεύουν ἀπό μολύνσεις. Τά συναισθηματικά δάκρυα ἔχουν περισότερες πρωτεΐνες καί ὁρμόνες πού λειτουργοῦν ἀγχολυτικά καί ἐνισχύουν παράλληλα τό ἀνοσοποιητικό μας σύστημα. Μέ αὐτά ἀπαλλάσσεται τό σῶμα ἀπό τοξικές οὐσίες. Ἀποτελοῦν φυσικά παυσίπονα τοῦ ὀργανισμοῦ. Ὀκτώ στούς δέκα δηλώνουν, ὅτι ἀφοῦ κλάψουν, βελτιώνεται ἡ διάθεσή τους. Ὑπάρχουν σύγχρονες μελέτες, πού τό ἀποδεικνύουν αὐτό, ἀλλά καί πάνω ἀπό δύο χιλιάδες χρόνια οἱ φιλόσοφοι ὑποστήριζαν, ὅτι τά δάκρυα καθαρίζουν τό μυαλό. Εἶναι χαρακτηριστική ἡ φράση τοῦ Οὐΐλλιαμ Σαῖξπηρ: Τό κλάμα μικραίνει τό βάθος τῆς θλίψης.
Λέμε πολλές φορές, ὅτι πεθαίνουν περισσότεροι ἄνδρες παρά γυναῖκες, ἤ ἔχουμε περισσότερες χῆρες γυναῖκες ἀπό ὅ,τι χήρους ἄνδρες καί εἶναι ἀλήθεια. Αὐτό σύν τοῖς ἄλλοις συμβαίνει, γιατί, ὅπως προείπαμε, οἱ γυναῖκες κλαῖνε περισσότερο καί εὐκολότερα ἀπό τούς ἄνδρες.
Αὐτά τά λίγα, πιστεύω ὅτι ἀρκοῦν, ὡς πρός τήν ἀξία καί τήν ὠφέλεια τῶν δακρύων σχετικά μέ τό σῶμα καί τήν ψυχολογία μας. Στή συνέχεια θά διαθέσουμε τόν χρόνο μας σέ ἄλλου εἴδους δάκρυα, πού διακρίνονται καί αὐτά σέ πολλές κατηγορίες.
Ὑπάρχει μεγάλη ποικιλία δακρύων. Οἱ Πατέρες τῆς ἐρήμου, οἱ λεγόμενοι Νηπτικοί, θεωροῦν τά δάκρυα ὡς τήν κορυφή τῶν ἀγαθῶν τοῦ παρόντος κόσμου. Δέν εἶναι τυχαῖο ὅτι, στήν κατανυκτικότερη στιγμή τῆς προσευχῆς τους, δέν ζητοῦσαν ἀπό τόν Θεό σοφία ἤ καρτερία ἤ θάρρος ἤ κάτι ἄλλο οὔτε ἀκόμη καί ἁγιότητα, ἀλλά δάκρυα. Δάκρυά μοι δός, ὁ Θεός.
Τά δάκρυα σέ ὅλες τίς περιπτώσεις ἔχουν τήν ἴδια χημική σύσταση, ὅπως εἴπαμε πιό πάνω. Ὅμως, ἀνάλογα μέ τήν αἰτία πού τά προκάλεσε, ἔχουμε καί ἄλλη ποιότητα, ἄλλη κατηγορία δακρύων. Ἀνάλογα μέ τήν φύση τους καί τήν προέλευσή τους ἔχουν ἀξία καί βάρος στήν πνευματική ζωή. Θά ἀναφέρω μερικά: Δάκρυα συγκινήσεως καί ἀγανακτήσεως, χαρᾶς καί εὐγνωμοσύνης, λύπης καί πόνου. Δάκρυα ἅγια καί καθαρά, φόβου Θεοῦ, μετανοίας καί κατανύξεως, θείου ἔρωτα. Δάκρυα ἁμαρτωλά, ἀκάθαρτα, ἄκαρπα, ἐγωϊσμοῦ, ὑποκρισίας καί ἀπελπισίας, πού εἶναι δαιμονικά. Δάκρυα ἐξωτερικά, ὅταν χύνωνται ποταμοί δακρύων, ἀλλά καί δάκρυα ἐσωτερικά. Εἶναι τότε πού ἡ ψυχή τοῦ ἀνθρώπου κλαίει καί σπαράζει καί ἄς μή βλέπουν οἱ ἄλλοι οὔτε ἕνα δάκρυ.
Ἄς ποῦμε λίγα λόγια γιά κάποιες κατηγορίες δακρύων καί ἄς δοῦμε ποιά ἀπό αὐτά μᾶς ὠφελοῦν καί ποιά μᾶς βλάπτουν.
Πρῶτα-πρῶτα εἶναι τά παιδικά δάκρυα. Ἄφθονα ἀναβλύζουν τά δάκρυα στά ἀθῶα μάτια τῶν μικρῶν παιδιῶν. Εὔκολα λαμπυρίζουν στά προσωπάκια τους. Ἔλεγε ἕνας σοφός (ὁ Σκώτ), ὅτι τά δάκρυα, πού κυλοῦν στά παιδικά μάγουλα, εἶναι σάν δροσοσταλίδες στά τριαντάφυλλα. Εἶπαν, πώς τά νήπια, προτοῦ βαφτισθοῦν στήν κολυμβήθρα, βαφτίζονται στά δάκρυά τους. Δέν ἔχουν ὅμως βάθος τά παιδικά δάκρυα. Τό παιδί κλαίει συνήθως καί χωρίς νά πονάει. Ἐνῷ ὁ μεγάλος πονάει καί χωρίς νά κλαίει.
Ἔτσι ἐρχόμαστε στά δάκρυα τοῦ πόνου. Αὐτά τρέχουν ἀπό τά μάτια τῶν μεγάλων. Τά συναντᾶμε σχεδόν σέ κάθε μας βῆμα. Δακρύβρεκτη εἶναι ἡ πορεία μας στή γῆ. Κανείς δέν πέρασε ἀπό τόν κόσμο αὐτό χωρίς νά κλάψει, δίχως νά χύσει δάκρυα. Καί μάλιστα πολλές φορές ἦταν μαῦρα δάκρυα καί ποταμοί δακρύων. Εἶναι τότε πού ὁ ἄνθρωπος βυθίζεται σέ ἀπόγνωση, πού κλαίει χωρίς τήν παρηγοριά τῆς ἐλπίδας.
Παντοῦ κρύβεται τό δάκρυ. Ἔγινε ἀχώριστος σύντροφός μας. Ὑπάρχει στήν καλύβα τοῦ φτωχοῦ, μά καί στά παλάτια τῶν πλουσίων καί στούς οὐρανοξύστες. Εἶπαν πώς εἶναι ἡ σιωπηλή γλῶσσα τῶν θλίψεων, ἡ βουβή διάλεκτος τοῦ πόνου. Μέ πόση παραστατικότητα μιλᾶνε πάντα τά βουρκωμένα μάτια! Πόσο ἐκφραστικά εἶναι! Λένε πιό πολλά ἀπό τήν πιό γρήγορη γλῶσσα. Κάποιοι πάλι εἶπαν, ὅτι τά δάκρυα εἶναι ἡ γλῶσσα τῆς καρδιᾶς καί τό αἷμα τῆς καρδιᾶς. Εἶναι πόνοι τῆς καρδιᾶς, πού ὑγροποιοῦνται. Ἔχουν ὅμως τήν δυνατότητα νά ἀνακουφίζουν τήν καρδιά, πού πονάει. Τήν ξελαφρώνουν, γίνονται τό φάρμακο τοῦ πόνου.
Ἀκοῦμε μερικές φορές κάποιον νά λέει, σκλήρυνε ἡ καρδιά μου, δέν μπορῶ νά κλάψω. Αὐτός ὁ ἄνθρωπος εἶναι πράγματι δυστυχής.
Πολλές φορές τά δάκρυα εἶναι ἡ μόνη μας καταφυγή. Εἶναι ἡ εὐγενέστερη διαμαρτυρία μας, ὅταν χτυπιέται ἡ ἀθωότης καί πολεμεῖται τό δίκαιο. Ὅταν ἀντιμετωπίζουμε τήν βάρβαρη δύναμη τῶν συνανθρώπων μας. Τά δάκρυα εἶναι ἡ σιωπηλή παραδοχή στίς ἄγνωστες βουλές τοῦ Ὑψίστου. Τότε πού μέ ὑγρά τά μάτια μας σκύβουμε ταπεινά τό κεφάλι καί λέμε στόν Πατέρα ἡμῶν τόν ἐν τοῖς οὐρανοῖς, γενηθήτω τό θέλημά Σου.
Μέ συμπάθεια βλέπουμε αὐτούς πού πονοῦν καί κλαῖνε. Ἀλλά τό ἴδιο κάνει καί ὁ φιλάνθρωπος Θεός. Οἱ στεναγμοί τοῦ ἀδικημένου καί τά δάκρυα τοῦ πονεμένου δέν χύνονται ἄδικα. Δέν χάνονται μπροστά στό θρόνο τῆς Θείας Μεγαλειότητος. Ὅταν ὁ πιστός προσεύχεται, ὅπως ὁ Δαβίδ, Κύριε, εἰσάκουσον τῆς προσευχῆς μου... ἐνώτισε τῶν δακρύων μου (Ψαλμ. λη, στίχ.13), τότε ὁ Θεός θά δώσει τήν ὑπόσχεση, πού ἔδωσε στόν βασιλιά Ἐζεκία: Εἶδον τά δάκρυά σου... (Δ΄Βασιλ. Κ,6). Βλέπει Ἐκεῖνος τά δάκρυά μας καί τά κατανοεῖ. Εἶναι ὁ μόνος, πού μπορεῖ νά τά ἐξαλείψει. Στόν μικρό παρακλητικό κανόνα τῆς Παναγίας παραδεχόμαστε, ὅτι ὁ Χριστός ἔχει ἀφαιρέσει, ἐκ παντός προσώπου πᾶν δάκρυον.
Τά δάκρυα τῆς συμπόνοιας.
Πιό πάνω ἀπό τά δάκρυα τοῦ πόνου, βρίσκονται τά δάκρυα τῆς συμπόνοιας. Εἶναι δάκρυα, πού χύνονται γιά ξένο πόνο. Εἶναι ὁ ἀπόηχος τοῦ λόγου τοῦ ἀπ. Παύλου, χαίρειν μετά χαιρόντων καί κλαίειν μετά κλαιόντων (Ρωμ. ιβ, 15). Ποτέ μή λησμονοῦμε, ὅτι τά δάκρυα χάνουν τήν πίκρα τους, ὅταν τά σκουπίζει ἕνα φιλικό χέρι. Μᾶς συνιστᾶ καί ὁ Μέγας Βασίλειος, συμπάσχειν τοῖς πάσχουσι καί συνδακρύειν. Ὑπάρχουν πολλοί, πού αἰσθάνονται βαθιά τίς δοκιμασίες τῶν συνανθρώπων τους. Πού πονοῦν γι᾿ αὐτούς καί, ὅπως λέει ὁ ἅγιος Ἰσίδωρος ὁ Πηλουσιώτης, χύνουν δάκρυα συμπαθείας. Καί αὐτό πολλές φορές εἶναι ἡ γνησιότερη ἐκδήλωση τῆς ἀγάπης. Πρέπει νά βρίσκεται σέ πολύ καλή ψυχική κατάσταση ἐκεῖνος, πού λησμονεῖ τόν ἑαυτό του, ἀδιαφορεῖ γιά τόν ἑαυτό του, ἐνῷ προσφέρει στόν ἄλλο δάκρυα συμπαθείας.
Ἐδῶ πρέπει νά κάνουμε μία παρατήρηση.
Πολλές φορές συμμορφωνόμαστε μέ τά λόγια τοῦ ἀπ. Παύλου, ἀλλά κατά τό ἥμισι. Δηλαδή κλαίομεν μετά κλαιόντων. Λυπόμαστε καί συμπάσχουμε μέ τόν διπλανό μας. Ὁ πόνος του γίνεται καί δικός μας πόνος. Συμμετέχουμε στό πένθος του. Στήν χαρά του ὅμως δέν χαιρόμαστε. Καί αὐτό εἶναι πολύ κακό. Δέν θέλουμε τό καλό τοῦ ἄλλου. Τό ἀκοῦμε πολλές φορές ἀκόμη καί στήν ἐξομολόγηση. Δέν θέλω τό κακό του, μᾶς λένε, γιά νά δείξουν ὅτι εἶναι καλοί ἄνθρωποι. Πολύ δύσκολα ἤ σχεδόν ποτέ δέν θά ποῦν θέλω τό καλό του.
Π.χ. ἄν ἡ κόρη τοῦ γείτονά μας ἔχει ἕνα καλό τυχερό, πάει νά κάνει ἕναν καλό γάμο, δέν τό θέλουμε, δέν μᾶς ἀρέσει, δέν χαιρόμαστε. Κιτρινίζουμε ἀπό τό κακό μας. Δέν θά ποῦμε ἕναν καλό λόγο. Ἄν μάλιστα μπορούσαμε νά κατηγορήσουμε ἤ νά χαλάσουμε τό συνοικέσιο, θά τό κάμναμε εὐχαρίστως.
Ἄν ὁ γιός του πέρασε στό πανεπιστήμιο, σκοτινιάζει τό πρόσωπό μας, μαυρίζει ἡ καρδιά μας στήν χαρά καί στά εὐχάριστα τοῦ ἄλλου. Καί αὐτό συμβαίνει δυστυχῶς καί μεταξύ συγγενῶν. Ἔχω ὑπ᾿ ὄψη μου παραδείγματα. Ἐνῷ λοιπόν κλαίομεν μετά κλαιόντων, δέν χαιρόμαστε μετά χαιρόντων.
Ποῦ ἀκόμη φαίνεται ἡ κακία μας; Ἁμαρτάνει κάποιος κι᾿ ἐμεῖς τόν κατηγοροῦμε. Λέμε χίλια δυό εἰς βάρος του, ὡσάν ἐμεῖς νά εἴμαστε οἱ ἀναμάρτητοι. Τί θά ἔπρεπε νά κάνουμε; Νά κλαῖμε καί νά πενθοῦμε γι᾿ αὐτούς, λέει ὁ Μ. Βασίλειος, γιατί παραμένουν ἀναίσθητοι καί δέν γνωρίζουν, ὅτι χάνονται. Προτιμοῦν τά ἔργα τῆς ντροπῆς καί ὄχι τήν δόξα τοῦ Θεοῦ.
Ὀ ἄλλος ἔγινε ὄχημα τοῦ διαβόλου. Ἐλαύνεται ὑπό τοῦ δαίμονος εἰς τάς ἐρήμους. Βασανίζεται καί χτυπιέται ἀπό τόν διάβολο, ὑποφέρει καί ἐμεῖς μόνο κακούς λόγους ἔχουμε νά ποῦμε γιά τόν δυστυχῆ. Μία προσευχή γιά νά τόν ἐλεήσει ὁ Θεός, ἕνα δάκρυ συμπόνοιας ποτέ. Ὁ διάβολος κάθησε πάνω στήν πλάτη του καί τόν ὁδηγεῖ στήν καταστροφή κι᾿ ἐμᾶς δέν μᾶς καίγεται καρφί. Ξέρουμε μόνο νά κατηγοροῦμε καί νά κακολογοῦμε. Ἀλλά τότε ὁ διάβολος δέν κάθησε μόνο στή δική του πλάτη, μά καί στούς δικούς μας ὤμους.
Καί ἀκόμη, ἐάν κάποια φορά μετανοήσει, κατορθώσει νά ἀπαλλαγεῖ ἀπό τά δόντια τοῦ θηρίου, ἐάν ἀγωνίζεται νά ζεῖ ἐν μετανοίᾳ, νά ἐκκλησιάζεται, νά ἐξομολογεῖται, νά νηστεύει, νά κοινωνεῖ καί τότε πάλι ἡ γλῶσσα μας χύνει ἄφθονο δηλητήριο. Ἔκανε τοῦ κόσμου τά αἴσχη καί τώρα ἔρχεται στήν Ἐκκλησία. Ὅλα αὐτά ἀπό ἐμᾶς τούς καλούς χριστιανούς! Ὁ Θεός καί οἱ ἄγγελοι πανηγυρίζουν στόν οὐρανό, γιά τήν μετάνοια τοῦ ἁμαρτωλοῦ, ὅπως εἶπε ὁ Κύριος, καί ἐμεῖς δέν τό θέλουμε, δέν χαιρόμαστε.
Θά μᾶς πεῖ καί πάλι ὁ Μέγας Βασίλειος: Ὅταν δεῖς τόν ἀδελφό σου νά ὀδύρεται γιά τίς ἁμαρτίες του, γιά τίς ὁποῖες τώρα μετανοεῖ, κλάψε μαζί του καί δεῖξε του συμπάθεια. Ἔτσι θά μπορέσεις μέ τά ξένα παθήματα νά διορθώσεις τά δικά σου. Γιατί πράγματι αὐτός πού ἔχυσε θερμά δάκρυα γιά τήν ἁμαρτία τοῦ πλησίον του, ἐθεράπευσε τόν ἑαυτό του.
Τέλος ἄς μή κλαῖμε μόνο γιά μᾶς, ἀλλά νά ντρεπώμαστε καί νά κλαῖμε περισσότερο γι᾿ αὐτόν πού μᾶς λύπησε καί μᾶς ἔκανε νά κλάψουμε, γιατί αὐτός θά δώσει λόγο στό Θεό καί θά ἔχει φοβερές συνέπειες.
Ὁ ἀπ. Παῦλος μιλώντας στήν Ἔφεσσο, στούς Πρεσβυτέρους τῆς Ἐκκλησίας, ὑπενθυμίζει ὅτι τριετίαν νύκτα καί ἡμέραν οὐκ ἐπαυσάμην μετά δακρύων νουθετῶν ἕνα ἕκαστον... Ἔκλαιε τρία χρόνια νύχτα καί μέρα διορθώνοντας τά ξένα πάθη. Τά δάκρυα αὐτά καλλιεργοῦν τίς ψυχές. Σάν τή βροχή αὐξάνουν τά σπέρματα τῆς ἀρετῆς. Αὐτά τά δάκρυα, πού εἶναι δάκρυα ἀγάπης εἶναι γλυκύτερα ἀπό κάθε γέλιο καί χαρά. Δέν ξεκουράζονται τόσο ἐκεῖνοι πού γελοῦν, ὅσο ἐκεῖνοι πού κλαῖνε γιά τούς ἄλλους.
Ὁ προφήτης Μωϋσῆς ζοῦσε διαρκῶς μέ νηστεῖες καί δάκρυα. Κάποια φορά πού ἀποφάσισε ὁ Θεός νά τιμωρήσει τούς Ἰσραηλίτες, μέ δάκρυα στάθηκε μπροστά Του καί παρακαλοῦσε νά τούς συγχωρήσει. Ἄν ὄχι, σβῆσε κι᾿ ἐμένα ἀπό τό βιβλίο Σου, ἔλεγε.
Ὁ ἀπ. Παῦλος ἐπίσης ζοῦσε μέ συνεχῆ δάκρυα καί τόλμησε νά προτιμήσει τήν δική του κόλαση γιά χάρη τῶν κατά σάρκα συγγενῶν του. Ἔχυνε ἄφθονα δάκρυα γιά τούς ἐχθρούς τοῦ σταυροῦ τοῦ Χριστοῦ καί τοῦ Εὐαγγελίου. Ἔκλαιε γι᾿ αὐτούς πού χάνονταν, γιά πού τοῦ δημιουργοῦσαν προβλήματα καί πειρασμούς.
Οἱ Προφῆται συνήθιζαν νά θρηνοῦν γιά ἐκείνους πού νοσοῦσαν ἀθεράπευτα. Τό ἴδιο ἔκανε καί ὁ Ἱερεμίας σέ πολλές περιστάσεις. Εἶναι γνωστοί οἱ θρῆνοι τοῦ Ἱερεμίου στήν Π. Διαθήκη.
Τό ἴδιο καί ὁ Χριστός ἔκλαψε, ὅταν εἶπε, ἀλλοίμονό σου Χοραζίν, ἀλλοίμονό σου Βηθσαϊδᾶ ἤ Ἱερουσαλήμ, Ἱερουσαλήμ ἡ ἀποκτείνουσα τούς προφήτας καί λιθοβολοῦσα τούς ἀπεσταλμένους πρός αὐτήν...
Τά δάκρυα εἶναι ἕνα καλό εἶδος διδασκαλίας, λέει ὁ ἱ. Χρυσόστομος. Ἐκεῖνον πού δέν τόν ἐπαναφέρει στό σωστό δρόμο ὁ λόγος, αὐτόν πολλές φορές τόν διορθώνει ὁ θρῆνος καί τά δάκρυα. Ἔτσι ὁ ἀπ. Παῦλος ἔγραφε πρός Κορινθίους, βαθιά θλιμμένος, μέ σφιγμένη τήν καρδιά καί πολλά δάκρυα (Β΄Κορ. 2,4). Θέλεις λοιπόν νά διορθώσεις τόν ἀδελφό σου; Δάκρυσε, προσευχήσου στό Θεό γι᾿ αὐτόν, καί ἀφοῦ τόν πάρεις ἰδιαιτέρως, παρακίνησέ τον στό καλό, συμβούλεψέ τον, παρακάλεσέ τον. Πολλοί πολλές φορές δέν ὠφελήθηκαν ἀπό τίς συμβουλές, συγκινήθηκαν ὅμως ἀπό τά δάκρυα καί τή συμπάθεια. Μέ τά δάκρυα ἀφυπνίζεις αὐτόν πού πέθανε ψυχικά.
Ἀλλά γι᾿ αὐτήν τήν περίπτωση πολλά εἴπαμε. Ἄς προχωρήσουμε παρακάτω, σέ ἄλλη περίπτωση. Εἶναι τά μητρικά δάκρυα. Τά δάκρυα τῆς μάνας καί τοῦ πατέρα. Βγαλμένα μέσα ἀπό τήν καρδιά τους γιά τό καλό τῶν παιδιῶν τους. Δέν μπορεῖ νά ἀντικρύσει κανείς τή μάνα, πού κλαίει γιά τό παιδί της. Τό λέει μιά παροιμία: Ἄν δέν φουσκώσει ἡ θάλασσα, ὁ βράχος δέν ἀφρίζει. Κι᾿ ἄν δέν σέ κλάψει ἡ μάνα σου, ὁ κόσμος δέν δακρύζει.
Ἔμειναν γνωστά στήν ἱστορία οἱ περιπτώσεις δύο μητέρων γιά τά πολλά τους δάκρυα. Τό ἕνα εἶναι τῆς Νιόβης ἀπό τήν ἀρχαιοελληνική μυθολογία. Ἔχασε ὅλα τά παιδιά της καί παραδόθηκε σέ ἀτέλειωτους θρήνους. Ἱκέτευε τούς θεούς νά σπλαχνιστοῦν τήν δυστυχία της καί ὁ Δίας τήν μεταμόρφωσε σέ βράχο, γιά νά μή αἰσθάνεται πλέον τόν πόνο της. Ἀπό τόν βράχο αὐτό στάλαζαν μέρα-νύχτα σταγόνες σάν δάκρυα.
Τό δεύτερο περιστατικό μητέρας, πού θρηνεῖ γιά τό παιδί της, εἶναι τῆς ἁγίας Μόνικας. Αὐτή δέν ἔκλαιε μπροστά στό νεκρό παιδί της, ἀλλ᾿ ἔχυνε ἄφθονα δάκρυα, γιά νά μή νεκρωθεῖ ἡ ψυχή τοῦ παιδιοῦ της. Ὁ Αὐγουστῖνος της παραστράτησε ἀπό μικρός καί ἡ ἁγία μητέρα του ἔκλαιγε πολύ περισσότερο ἀπό ἐκεῖνες τίς μητέρες, πού πέθαιναν τά παιδιά τους. Ὁ ἴδιος θά πεῖ ἀργότερα, ἐμένα μέ ἔσωσαν τά δάκρυα τῆς μάνας μου. Αὐτό προφήτευσε, θά λέγαμε, ὁ ἅγιος Ἀμβρόσιος, ἐπίσκοπος Μεδιολάνων.
Κάποια φορά ἄκουσε νά χτυποῦν τήν πόρτα τῆς ἐπισκοπικῆς κατοικίας του. Ἄνοιξε ὁ ἴδιος καί βρέθηκε μπροστά σέ μιά ἄγνωστη γυναίκα, πού ἔκλαιγε ἀπαρηγόρητα. Γιατί κλαῖς; τήν ρώτησε μέ συμπόνια. Γιά τό παιδί μου, ἀπάντησε. Τί ἔχει τό παιδί σου, ἄρρωστο εἶναι; Ὄχι, εἶναι ἀκόμη πιό ἄσχημα, χειρώτερα ἀπό ἄρρωστο. Ζεῖ μέσα στήν ἁμαρτία. Μή φοβᾶσαι, τῆς εἶπε. Ἕνα παιδί, γιά τό ὁποῖο κλαίει ἡ μάνα καί χύνει δάκρυα, δέν πρόκειται νά χαθεῖ. Καί δέν χάθηκε. Ἔγινε ἅγιος τῆς Ἐκκλησίας μας.
Μάλιστα, ἀγαπητοί μου. Εἶπαν γιά τά δάκρυα τῶν μανάδων, πώς εἶναι πολύ γόνιμα, γιατί εἶναι αἱματηρά, πύρινα. Πέφτουν στίς καρδιές τῶν παιδιῶν τους, ὅπως ἡ δροσιά τοῦ οὐρανοῦ στά ἄνθη. Εἶναι πολύ ἀποτελεσματικά, θαυματουργά τά δάκρυα τῆς μάνας. Κάτι πού οἱ γονεῖς καί κυρίως οἱ μητέρες δέν θέλουν νά τό ἐκμεταλλευτοῦν καί νά τό ἀξιοποιήσουν.
Συνεχίζουμε καί πᾶμε σέ ἄλλη κατηγορία: Τά κροκοδείλια δάκρυα.
Ἀναφέραμε μέχρι τώρα διάφορες αἰτίες, πού προκαλοῦν δάκρυα. Τό καθένα ἀπό αὐτά ἔχει τό λόγο του καί τήν ἀξία του. Ὅμως, ὅπως ὑπάρχουν νομίσματα γνήσια καί νομίσματα κάλπικα-κίβδηλα, ἔτσι ὑπάρχουν καί δάκρυα ἀληθινά καί δάκρυα ψεύτικα. Τέτοια εἶναι τά κροκοδείλια. Δάκρυα ὑποκρισίας καί δόλου. Τά χρησιμοποιοῦν ἀπό ὑπολογισμό καί γιά συμφέρον.
Ὑπάρχουν ἄνθρωποι, πού γιά νά ἐξαπατήσουν τούς ἄλλους καί νά πετύχουν τούς σκοπούς τους, μεταχειρίζονται ἀκόμη καί τό κλάμα, τά δάκρυα. Ἕνας εὐρωπαῖος φιλόσοφος ἔλεγε: Τά δάκρυα, τό ἄνθος τῆς καρδιᾶς, δείχνουν ἤ μεγίστη ὑποκρισία ἤ ὑψίστη εἰλικρίνεια. Τά κροκοδείλια δάκρυα τά συναντοῦμε περισσότερο στόν γυναικεῖο κόσμο.
Μιά γυναίκα κλαίει, ὅταν δέν μπορεῖ νά μιλήσει καί λιποθυμάει, ὅταν δέν μπορεῖ νά κλάψει. Αὐτά τά δάκρυα εἶναι γέλια κάτω ἀπό μάσκα. Τό ἴδιο συμβαίνει μέ τούς ἠθοποιούς στό θέατρο καί στόν κινηματογράφο. Προσποιοῦνται ὅτι κλαῖνε, ἀλλά τά δάκρυά τους εἶναι ψεύτικα καί κατά παραγγελία. Μά αὐτά τά δάκρυα γινόμαστε περίγελως στούς ἀνθρώπους, μισητοί καί βδελυκτοί στό Θεό.
Ἄλλη κατηγορία μέ δύο λόγια εἶναι τά δάκρυα πείσματος καί ἐγωϊσμοῦ.
Εἶναι ἐκδηλώσεις μιᾶς κακῆς ψυχικῆς κατάστασης. Ἑνός κακομαθημένου ἀνθρώπου. Εἶναι δάκρυα ὀργῆς πού βγαίνουν ἀπό τόν πληγωμένο καί θιγμένο ἐγωϊσμό μας. Γιατί δέν ἔγινε τό δικό μας. Ἐπιμένουμε, χτυποῦμε κάτω τό πόδι μας. Θέλουμε νά γίνεται πάντοτε τό δικό μας, καλό ἤ κακό, ὅποιο καί ἄν εἶναι αὐτό. Οὔτε τούς συνανθρώπους μας ἀνεχόμαστε, τί, τό δικό του θά γίνει; δέν θά τοῦ περάσει. Οὔτε μπροστά στό Θεό ὑποχωροῦμε, γιά νά ποῦμε γενηθήτω τό θέλημά Σου. Ἀκόμη κλαῖμε ἀπό ἐγωϊσμό, γιατί μέ τήν συμπεριφορά μας, μέ τίς ἀπροσεξίες μας, ξεπέσαμε στά μάτια τῶν ἄλλων καί ὄχι γιατί λυπήσαμε τόν Θεό. Αὐτά τά δάκρυα δέν ἀνακουφίζουν, εἶναι ἀπαρηγόρητα, εἶναι δαιμονικά. Παραμένουν στεῖρα καί ἄκαρπα. Δέν ὠφελοῦν, ἀλλά μᾶς βλάπτουν καί ψυχολογικά καί πνευματικά.
Ἀλλά, ἄν τά προηγούμενα τοῦ πείσματος δέν μᾶς ὠφελοῦν, ὑπάρχουν κάποια δάκρυα πού, ὄχι μόνο μᾶς ὠφελοῦν, ἀλλά καί μᾶς λυτρώνουν, μᾶς σώζουν. Εἶναι τά δάκρυα τῆς μετανοίας. Χωρίς αὐτά δέν θά δοῦμε πρόσωπο Θεοῦ. Χωρίς αὐτά θά βροῦμε κλειστό τόν παράδεισο. Χωρίς αὐτά θά μᾶς περιμένει ἡ φωτιά τῆς κολάσεως καί τό σκότος τό ἐξώτερο.
Εἶναι ἀλήθεια πώς εὔκολα γλυστρᾶμε στό κακό, γινόμαστε σκλάβοι τῆς ἁμαρτίας. Ξεσχίζουμε τήν ψυχή μας στά θανατηφόρα ἀγκάθια της. Καί τότε ἕνα μέσον θεραπείας ὑπάρχει. Τά θερμά δάκρυα τῆς εἰλικρινοῦς καί ἀληθινῆς μετανοίας.
Γνωρίζουμε ἀπό τήν Ἁγία Γραφή, ὅτι ὁ Δαβίδ ἁμάρτησε βαριά. Ἡ μετάνοιά του καί οἱ ποταμοί τῶν δακρύων του τόν ἔφεραν πάλι κοντά στό Θεό. Τά μάτια του εἶχαν γίνει ἀστείρευτες βρύσες. Λούσω καθ᾿ ἑκάστην νύκτα τήν κλίνην μου, ἐν δάκρυσί μου τήν στρωμνήν μου βρέξω (Ψαλμ. στ, 7), ἔλεγε μέ βαθιά συντριβή. Ἐγεννήθη τά δάκρυά μου ἄρτος ἡμέρας καί νυκτός (ψαλμ. Μα, 4).
Ἄς θυμηθοῦμε τόν ἀπόστολο Πέτρο. Κλασικό παράδειγμα μετανοίας καί αὐτός. Σέ μιά στιγμή ἀδυναμίας τρεῖς φορές ἀρνήθηκε τόν Χριστό. Συνῆλθε ὅμως. Μετάνοιωσε, συνετρίβη... καί ἐξελθών ἔξω ἔκλαυσε πικρῶς (Ματθ. Κστ, 75). Τά δάκρυα τοῦ Πέτρου ξέπλυναν γιά πάντα καί τήν ψυχή καί τό στόμα του, πού ἀρνήθηκε τόν Διδάσκαλο. Ὁ Πέτρος ἔκλαψε καί σώθηκε. Ὁ Ἰούδας δέν μπόρεσε νά κλάψει καί χάθηκε. Ἡ ἁμαρτωλή γυναίκα, πού μᾶς ὑπενθυμίζει ἡ Ἐκκλησία κάθε Μεγάλη Τρίτη βράδυ, κλαίουσα ἤρξατο βρέχειν τούς πόδας τοῦ Ἰησοῦ τοῖς δάκρυσι (Λουκ. Ζ, 38). Καί ἔτσι ἡ πρώην ἁμαρτωλή, ἀφοῦ λούστηκε στό λουτρό τῶν δακρύων, ἔγινε λευκή σάν κρίνο, καθαρή σάν τό γάργαρο νερό.
Πράγματι, ὅπως διδάσκουν οἱ θεοφόροι Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας μας, τά δάκρυα τῆς μετανοίας εἶναι τό δεύτερο βάπτισμα τῆς ψυχῆς. Λέει ὁ ἅγιος Γρηγόριος Νύσσης καί ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Σιναΐτης: Μετά τήν διάπραξη τῆς ἁμαρτίας, ἕνα δάκρυ νά στάξει ἰσοδυναμεῖ μέ λουτρό παλιγγενεσίας καί ἐπαναφέρει τήν χάρη τοῦ Θεοῦ, πού εἴχαμε καί τήν χάσαμε. Συμβουλεύει ὁ ἅγιος Κυπριανός: Ὅταν ἁμαρτήσεις βαριά, στεῖλε στό Θεό σάν μεσιτεία τά καυτά σου δάκρυα. Τά ἁγνά καί θεάρεστα δάκρυα εἶναι ἕνα ἄλλο ὑγρόν πῦρ, μοιάζουν μέ φωτιά, πού φωτίζει καί θερμαίνει τήν ψυχή, πού κατακαίει καί ἐξαφανίζει τό κακό, τά ἀγκάθια τῆς ἁμαρτίας καί καθαρίζει τήν καρδιά. Μοιάζουν ἀκόμη μέ δροσιστικό νερό, πού ποτίζουν καί δροσίζουν καί ἀνακουφίζουν τήν ἄνυδρη, ξεραμένη ὕπαρξή μας. Εἶναι νερό, μέ τό ὁποῖο πλένεται κάθε ρύπος καί βρωμιά τῆς λερωμένης ψυχῆς μας.
Κάποιος ἄλλος παρατήρησε: Γιά νά σβύσουμε ἕνα φταίξιμό μας ἀπό τήν μνήμη τῶν ἀνθρώπων, χρειάζεται νά περάσουν πολλά χρόνια μετανοίας. Γιά τόν Θεό ὅμως ἀρκεῖ ἕνα μόνο δάκρυ. Ἔχουν λοιπόν μεγάλη δύναμη καί μεγάλη ἀξία τά δάκρυα τῆς μετανοίας. Ἕνας Γάλλος ποιητής ἔγραφε, ὅτι γιά τόν Χριστό τά ὡραιότερα μάτια εἶναι τά βουρκωμένα.
Συμβουλεύει ὁ Μέγας Βασίλειος: Γιά τήν ἁμαρτία νά κλαῖς. Αὐτή εἶναι ἡ ἀρρώστια καί ὁ θάνατος τῆς ἀθάνατης ψυχῆς. Αὐτή εἶναι ἄξια πένθους καί ἀκατάπαυστων ὀδυρμῶν. Μακάρι νά χύνωνται γι᾿ αὐτήν πολλά δάκρυα καί νά μή λείπει ὁ στεναγμός, πού ἀνεβαίνει ἀπό τά βάθη τῆς καρδιᾶς. Αὐτοῦ τοῦ ἀνθρώπου ὁ θρῆνος μεταβάλλεται σέ χαρά.
Ὁ δέ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος ἔλεγε: Ἔχουμε ἀνάγκη ἀπό συνεχῆ καί λεπτομερῆ ἐξομολόγηση καί ἀπό πολλά δάκρυα. Εἶναι ἀπαραίτητο, χρειάζεται, πρέπει νά κλάψουμε ἐδῶ. Μέ τά δάκρυα μαλακώνει ἡ σκληρή σάν πέτρα καρδιά μας. Τά δάκρυα γιά τήν καρδιά εἶναι ὅ,τι ἡ βροχή γιά τόν σπόρο. Χωρίς βροχή δέν φυτρώνει καί δέν καρποφορεῖ ὁ σπόρος. Χωρίς δάκρυα ἡ καρδιά δέν καρποφορεῖ τίς ἀρετές. Ἄν δέν θέλουμε νά κλάψουμε ἐδῶ, ὁπωσδήποτε θά ἀναγκαστοῦμε νά θρηνοῦμε καί νά κλαῖμε ἐκεῖ, στή μέλλουσα ζωή. Ἐκεῖ μέν χωρίς καμία ὠφέλεια, ἐνῷ ἐδῶ μέ μεγάλο κέρδος.
Αὐτά τά δάκρυα ἔχουν τήν δύναμη νά σβήσουν τό ἄσβηστο πῦρ, ἐκεῖνον τόν πύρινο ποταμό, πού τρέχει μπροστά στό φοβερό βῆμα τοῦ δικαίου Κριτοῦ. Γι᾿ αὐτήν τήν περίπτωση εἶπε ὁ Κύριος, μακάριοι οἱ πενθοῦντες, ὅτι αὐτοί παρακληθήσονται. Ὑποσχέθηκε, ὅτι, ὅσοι κλαῖνε, θά γελάσουν, θά ἔχουν παντοτινή χαρά καί ἀγαλλίαση στή Βασιλεία Του.
Τό πρόσωπο πού πλένεται μέ δάκρυα, λέει ὁ ἅγιος Ἐφραίμ ὁ Σύρος, ἔχει ἐπάνω του μιά ὀμορφιά ἀμάραντη. Μέ αὐτά ὑψώνεται ὁ ἄνθρωπος στούς οὐρανούς, φτάνει στό Θεό. Προσευχή μέ δάκρυα εἰσακούεται ἀπό τόν Θεό καί φέρνει καρπό πνευματικό. Κάμπτει τό θεῖο ἔλεος καί κάνει τόν Κύριο νά ἐπιβλέψει μέ στοργή στήν ψυχή μας. Μιά σταλαγματιά δακρύων εἰλικρινοῦς μετανοίας ἀξίζει πολύ περισσότερο ἀπό πολύ αἷμα, αὐστηρή ἄσκηση, μεγάλη κακοπάθεια καί πολυήμερη νηστεία, πού γίνονται ὅμως χωρίς συντριβή καί ταπείνωση.
Λέει μιά ἱστορία: Κάποτε ἕνας ἄγγελος κατέβηκε στή γῆ, γιά νά βρεῖ καί νά μεταφέρει στόν οὐρανό ὅ,τι καλύτερο, ὅ,τι ἐκλεκτότερο καί πολυτιμότερο εὕρισκε. Πρῶτα ἔφερε μερικές σταγόνες ἀπό τόν τίμιο ἱδρώτα ἑνός γεωργοῦ. Κατόπιν τά δάκρυα μιᾶς πονεμένης μάνας, πού ἔκλαιγε ἀπαρηγόρητα στό προσκέφαλο τοῦ ἄρρωστου παιδιοῦ της. Μετά κάποιες σταγόνες αἷμα ἀπό ἕνα παλληκάρι, πού ξεψυχοῦσε στό πεδίον τῆς μάχης. Ὅλα αὐτά τά εἶδε μέ συμπάθεια ὁ Θεός, μά δέν ἦταν τά σπουδαιότερα. Ὑπῆρχε κάτι ἀκόμη καλύτερο. Ὁ ἄγγελος ξανακατέβηκε στή γῆ καί συλλογιζόταν τί ἄραγε νά εἶναι ἀκόμη πολυτιμότερο. Τότε ἄκουσε κάποιον πού ἔκλαιγε καί ἔχυνε καυτά δάκρυα μετανοίας. Τά πῆρε καί τά ἀνέβασε γρήγορα στόν οὐρανό. Τά εἶδε ὁ Θεός καί εἶπε: Μάλιστα, αὐτά τά δάκρυα εἶναι ὅ,τι πολυτιμότερο ὑπάρχει πάνω στή γῆ!
Τό ἴδιο μᾶς ἐπιβεβαιώνει καί τό παρακάτω ἀνέκδοτο. Ἕνας ἄνθρωπος, ἀφοῦ διέπραξε μιά σοβαρή ἁμαρτία, πῆγε κατόπιν νά ἐξομολογηθεῖ. Τοῦ εἶπε ὁ πνευματικός, ἄν θέλεις νά συγχωρηθεῖ ἡ ἁμαρτία σου, πρέπει νά βρεῖς καί νά τοῦ φέρεις τό μεγαλύτερο καί πολυτιμότερο διαμάντι, πού ὑπάρχει στόν κόσμο.
Ὁ ἄνθρωπος αὐτός ταξίδεψε σέ πόλεις καί χῶρες μακρυνές καί μετά ἀπό χρόνια, βρῆκε πραγματικά ἕνα μεγάλο διαμάντι καί τοῦ τό ἔφερε. Τό εἶδε ὁ πνευματικός, μά δέν ἦταν αὐτό πού περίμενε. Συνέχισε τά ταξίδια καί τήν ἀναζήτηση. Ὕστερα ἀπό πολύ καιρό ἀνακάλυψε ἕνα διαμάντι ἀκόμη μεγαλύτερο ἀπό τό πρῶτο. Αὐτό πρέπει νά εἶναι, σκέφτηκε καί τό πῆγε στόν πνευματικό. Ἀλλά καί πάλι δέν ἦταν τό καλύτερο, τό πολυτιμότερο.
Στενοχωρέθηκε ὁ ἄνθρωπος. Πέρασαν τά χρόνια, σκέφτηκε. Ἄσπρισαν τά μαλλιά μου, γέρασα, σέ λίγο θά πεθάνω καί ἀκόμη δέν βρῆκα τό πιό πολύτιμο διαμάντι. Τελικά θά φύγω γιά τόν ἄλλο κόσμο ἀσυγχώρητος; Αὐτά εἶπε καί τοῦ ξέφυγε ἕνα καυτό δάκρυ. Μή λυπᾶσαι, τοῦ εἶπε ὁ πνευματικός. Μόλις τώρα μοῦ ἔφερες τό πολυτιμότερο διαμάντι. Ὁ Θεός συγχώρησε τήν ἁμαρτία σου...
Μέχρι τώρα, ἀδελφοί μου, μιλήσαμε γιά διάφορα εἴδη δακρύων. Γιά τά παιδικά, τοῦ πόνου, τῆς συμπόνοιας, τά μητρικά δάκρυα, τά κροκοδείλια, τοῦ πείσματος καί τοῦ ἐγωϊσμοῦ, γιά τά δάκρυα τῆς μετανοίας. Ὅλα αὐτά εἶναι δάκρυα τοῦ ἀνθρώπου γιά τόν ἑαυτό του ἤ γιά ἄλλους ἀνθρώπους. Γιά νά κλείσουμε τήν ἁπλῆ αὐτή ὁμιλία μας θά ποῦμε λίγα λόγια γιά τά δάκρυα τῆς λατρείας, πού πρέπει νά χύνουμε ἀπό ἀγάπη γιά τόν Χριστό.
Αὐτά εἶναι δάκρυα ἀφοσιώσεως πρός τόν Κύριο. Εἶναι λατρευτικά, ἱερά δάκρυα. Εἶναι τό ἀπόσταγμα τῆς καρδιᾶς εὐγενικῶν ὑπάρξεων. Ἄς θυμηθοῦμε τίς Μυροφόρες γυναῖκες, πού ξεκίνησαν νύχτα, ὄρθρου βαθέως γιά τό μνῆμα τοῦ Κυρίου. Ἡ Μαρία ἡ Μαγδαληνή εἰστήκει πρός τῷ μνημείῳ κλαίουσα ἔξω (Ἰωάν.κ.11). Ὑπάρχουν ψυχές, πού ἔκλαψαν γιά νά βροῦν τόν Θεό. Ἄλλοι θρήνησαν, ὅταν Τόν ἔχασαν. Εἶναι καί κάποιοι, πού κλαῖνε, γιά νά μή Τόν χάσουν ποτέ.
Στεκόμαστε ἰδιαίτερα στά δάκρυα, πού συναντοῦμε στούς ἀσκητές καί μοναχούς. Δάκρυα κατανύξεως τά ὀνομάζει ὁ ὅσιος Ἰωάννης ὁ Κασσιανός. Οἱ πολῖτες τῆς ἐρήμου πολεμοῦσαν καί ἀγωνίζονταν πνευματικά ἀκονίζοντας τό ξίφος τῶν δακρύων, θά μᾶς πεῖ ὁ ἅγιος Γρηγόριος Νύσσης. Ὅταν μιλοῦμε γιά τά δάκρυα τοῦ μοναχικοῦ κόσμου, μή νομίσουμε, ὅτι ταυτίζονται μέ τήν ἰσόβια θλίψη. Ἀντίθετα, μέ αὐτά ἔρχεται ἡ ἐν Κυρίῳ χαρά. Τό κλάμα καί ἡ ἀγαλλίαση μποροῦν νά συνυπάρχουν ἄνετα μέσα στήν ἴδια ψυχή. Εἶναι ἡ χαρμολύπη, γιά τήν ὁποία ὁμιλοῦν καί ἔχουν οἱ Ἅγιοι τῆς Ἐκκλησίας. Ὁ ἱερός Χρυσόστομος παρατηρεῖ: Τά κατά Θεόν δάκρυα χαράν βλαστάνει διηνεκῆ καί ἀμάραντον.
Ὁ Χριστός εἶναι ἡ χαρά, τό φῶς τό ἀληθινό, ἡ εὐτυχία, ἡ ἐλπίδα μας. Ἡ σχέση μέ τόν Χριστό εἶναι ἀγάπη, εἶναι ἔρωτας ( ὁ Ἅγιος Ἰγνάτιος ὁ Θεοφόρος ἔλεγε γιά τόν Χριστό, ὁ ἐμός ἔρως). Εἶναι ἐνθουσιασμός, λαχτάρα, εἶναι τό πᾶν. Καί αὐτοί πού βγῆκαν στήν ἔρημο, βγῆκαν γιά νά συναντήσουν, νά κυνηγήσουν τόν Χριστό. Γιά νά τόν συλλάβουν καί νά τόν βάλουν στήν καρδιά τους. Ἔτσι εἶπε ὁ Μέγας Ἀντώνιος σέ κάποιο κυνηγό.
Ὑπάρχει ἕνα ἀπολυτίκιο, πού ψάλλεται σέ κάθε Ὅσιο: Ταῖς τῶν δακρύων σου ροαῖς τῆς ἐρήμου τό ἄγονον ἐγεώργησας. Τά δάκρυα πού χύνουν εἶναι σημάδι τοῦ ἐλέους τοῦ Θεοῦ. Εἶναι δῶρο Θεοῦ. Εἶναι ἀπόδειξις, ὅτι ἡ προσευχή τους καί ὁ ἀγώνας τους ἔγιναν εὐπρόσδεκτα στό Θεό καί ἤδη μπαίνουν στήν πεδιάδα τῆς καθαρότητος. Ἔχουν καθαρή καρδιά, ἡ ὁποία γίνεται θρόνος καί κατοικία, γιά νά ἀναπαυθεῖ ὁ βασιλέας Χριστός. Μακάριοι οἱ καθαροί τῇ καρδίᾳ, ὅτι αὐτοί τόν Θεόν ὄψονται.
Ἀκόμη καί τότε τά μάτια τά ἐσωτερικά τοῦ νοῦ ἐμποδίζονται νά δοῦν τήν προκοπή τους, ὅπως στήν περίπτωση τῶν δύο μαθητῶν, τοῦ Λουκᾶ καί τοῦ Κλεώπα στήν πορεία πρός Ἐμμαούς. Ἔτσι ἐξακολουθοῦν νά μένουν στό δισταγμό, στήν πορεία, στήν ἀναζήτηση, στόν ἀγώνα τόν πνευματικό. Γι᾿ αὐτό ἐπαναλαμβάνουν μέ τόν ὑμνογράφο τῆς Ἐκκλησίας στήν ἀκολουθία τῆς Θείας Μεταλήψεως: Δακρύων μου παράσχου, Χριστέ, ρανίδας, τόν ρύπον τῆς καρδίας μου καθαιρούσας.
Ἐάν ἀνοίξουμε τό Συναξάρι τῆς Ἐκκλησίας καί τά διάφορα Γεροντικά ἤ τά Ἀσκητικά βιβλία, θά βροῦμε ἕνα μεγάλο πλῆθος Πατέρων καί Ἀσκητῶν, παλαιοτέρων καί νεωτέρων, πού ἔκλαιγαν ἀκατάπαυστα ἀπό τήν ἀγάπη γιά τόν Χριστό.
Ὑπῆρχε στό Ἅγιον Ὄρος ἕνας ἀσκητής, πού ὀνομαζόταν Δανιήλ καί ζοῦσε στή σπηλιά τοῦ Ὁσίου Πέτρου τοῦ Ἀθωνίτου. Ὅταν λειτουργοῦσε στό μικρό του καλύβι, ἔχυνε τόσα δάκρυα, πού τό δάπεδο πού ἦταν σχέτο χῶμα, γινόταν λάσπη.
Ὁ πατήρ Σάββας ὁ Πνευματικός, ὅταν λειτουργοῦσε, στό Χερουβικό εἴτε στόν ἐπινίκιο ὕμνο, χτυποῦσε τό στῆθος του καί ἔκλαιγε μέ ποταμούς δακρύων. Οἱ μοναχοί-ψάλται μέ δέος περίμεναν γιά ἀρκετή ὥρα νά συνέλθει καί νά συνεχίσουν.
Τό ἴδιο συνέβαινε καί μέ τόν π. Τύχωνα τόν ἀσκητή, τόν Γέροντα τοῦ π. Παϊσίου. Κατά τήν θεία Λειτουργία ἔβρεχε τά δάπεδο τοῦ Ἱεροῦ μέ ἄφθονα δάκρυα. Ὅλα τά ἄμφιά του, ἀπό πάνω μέχρι κάτω γινόντουσαν μούσκεμα ἀπό τό πλῆθος τῶν δακρύων. Οἱ ψάλται ἀναγκαζόντουσαν νά λένε καί νά ξαναλένε τό Χερουβικό, μέχρι νά μπορέσει νά συνεχίσει.
Ὁ ἅγιος Σιλουανός ὁ Ἀθωνίτης κάθε φορά πού συναντοῦσε ἕναν ἀσκητή, τόν ἔβλεπε δακρυσμένο. Σέ ὅλη τή θεία Λειτουργία, ὅταν προσευχόταν, ὅταν θυμόταν τά σεπτά πάθη τοῦ Κυρίου καί τήν Σταύρωση, σιωπηλά δάκρυα κυλοῦσαν στά ἀποστεωμένα μάγουλά του.
Στή Σκήτη τοῦ Τιμίου Προδρόμου οἱ πατέρες Ἀρσένιος καί Νικόλαος ποτέ δέν λειτούργησαν χωρίς ἀκατάπαυστα δάκρυα.
Γράφει ὁ π. Ἐφραίμ ὁ Φιλοθεΐτης, πού τά τελευταῖα χρόνια ζεῖ στήν Ἀμερική: Σέ ὅλη του τή ζωή ὁ Γέρων Ἰωσήφ ὁ Σπηλαιότης ἔχυνε ποτάμια τά δάκρυα μέ φοβερή ἔνταση. Δέν ὑπῆρξε ἡμέρα, δέν ὑπῆρξε ὥρα, πού τά μάτια μας νά μήν ἦσαν δύο βρύσες. Μέ τό πού ἔλεγε Ἰησοῦ μου γλυκύτατε, ἔτρεχαν τά δάκρυα... καί συνεχίζει: Ἀπό τά δάκρυά του εὐωδίαζε τό κελλί του, εὐωδίαζε ὁ τόπος ὅλος σάν ἀπό κρίνα καί τριαντάφυλλα, ἐνῷ γύρω μας ὑπῆρχαν ἀγκάθια καί πουρνάρια. Κάποια φορά, λέει, πού πλησίασα στό κελλί του, κόλλησα κι᾿ ἐγώ. Εὐωδίαζα ὁλόκληρος. Ἀκόμη καί τά γένια μου καί τά ροῦχα μου.
Τέλος τοῦ ἔλεγε ὁ π. Ἐφραίμ ὁ Κατουνακιώτης: Γέροντα, μέ αὐτή τήν εὐχή, τό Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, ἐλέησόν με, τρέχουν ποτάμια τά δάκρυα ἀπό τά μάτια μου καί καίει μιά φωτιά τήν καρδιά μου γιά τόν Χριστό. Εἶναι αὐτό πού διαβάζουμε πάλι στήν ἀκολουθία τῆς Θείας Μεταλήψεως: Ἔθελξας πόθῳ με, Χριστέ, καί ἠλλοίωσας τῷ θείῳ σου ἔρωτι.
Ἀγαποῦμε τόν Χριστό μόνο γι᾿ Αὐτόν, ποτέ γιά μᾶς. Ὄχι γιά τά δῶρα Του. Ἄς μᾶς βάλει ὅπου θέλει, ἄς μᾶς δώσει ὅ,τι θέλει. Ἄς μᾶς κάνει ὅ,τι τοῦ ἀρέσει. Ἐμεῖς μόνο Τόν ἀγαποῦμε. Ὅποιος ἀγαπάει τόν Χριστό, ζεῖ τήν ζωή. Ζωή χωρίς Χριστό εἶναι θάνατος, εἶναι κόλαση, δέν εἶναι κἄν ζωή.
Ἀγαπητοί μου,
Στή Σουηδία ὑπῆρχε μία πριγκίπισσα πού ἦταν πολύ φιλάνθρωπη. Τήν ἔλεγαν Εὐγενία καί εἶχε πράγματι εὐγενική ψυχή. Κάποτε ἵδρυσε ἕνα νοσοκομεῖο. Ἐπειδή ὅμως τά χρήματα δέν ἔφτασαν, ἀναγκάσθηκε νά πουλήσει ὅλα τά κοσμήματα καί τά διαμαντικά της γι᾿ αὐτόν τόν σκοπό.
Μιά μέρα ἐπισκέφθηκε ὅλους τούς ἀσθενεῖς, σέ ὅλους τούς θαλάμους καί τούς παρηγοροῦσε, τούς στήριζε. Ἕνας ἀπό αὐτούς, σάν τήν εἶδε, ἔβαλε τά κλάματα καί τήν εὐχαριστοῦσε γιά τήν προσφορά της. Ἐκείνη, βλέποντας τά δάκρυά του, βαθειά συγκινημένη τοῦ εἶπε: Δέν ἔκανα τίποτε σπουδαῖο. Νά, τώρα ξαναβρῆκα τά διαμάντια μου.Στήν ἀκολουθία τοῦ Μεγάλου Ἀποδείπνου ὑπάρχει ἕνα ὡραιότατο κατανυκτικό τροπάριο. Μέ αὐτό παρακαλοῦμε τόν Θεό νά μᾶς δώσει δάκρυα μετανοίας, ὅπως τότε τήν ἁμαρτωλή γυναίκα, πού τοῦ ἔπλυνε τά πόδια μέ τά δάκρυά της. Αὐτά τά δάκρυα τῆς μετανοίας καί τῆς ἀγάπης μας πρός τόν Χριστό εἶναι τά πολυτιμότερα, πού μποροῦμε νά Τοῦ προσφέρουμε. Δέν ὑπάρχει ἀντάλλαγμα τῆς ψυχῆς μας, εἶπε ὁ Κύριος. Μέ τίποτε δέν τήν ἐξαγοράζουμε. Ὅμως μέ αὐτά τά δάκρυα μποροῦμε νά κερδίσουμε τήν ἀθάνατη ψυχή μας. Μέ αὐτά μποροῦμε νά ἀνοίξουμε τίς πύλες τοῦ παραδείσου. Ἄς εὐχηθοῦμε νά ἔχουμε τέτοια δάκρυα, νά τά δεχτεῖ ὁ Θεός καί νά μᾶς δώσει τήν χαρά τοῦ οὐρανοῦ. Ἀμήν.-
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου