Δευτέρα 14 Ιανουαρίου 2013

Ἅγιος Φιλούμενος, ὁ νέος Ἱερομάρτυς.



Ὁ ἅγιος Νικόδημος ὁ ἁγιορείτης, ἀγαπητοί μου,  γράφει μέσα στό Νέο Μαρτυρολόγιο. Εὐχαριστοῦμε τόν Θεό, γιατί καί στίς ἡμέρες μας εἴδαμε νέους ἁγίους. Τούς εἴδαμε  νά ἀδιαφοροῦν γιά τήν ζωή τους καί νά τήν προσφέρουν στόν Θεό, πού τήν ἔδωσε. Νά τήν θυσιάζουν γιά τήν ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ, τόν ὁποῖο εἰς τέλος ἀγάπησαν.
Ἕνας τέτοιος ἅγιος τῶν ἡμερῶν μας εἶναι ὁ ἅγιος Φιλούμενος, ὁ νέος Ἱερομάρτυς, τόν ὁποῖο κατακρεούργησαν φανατικοί Ἑβραῖοι στό φρέαρ τῆς Σαμαρείτιδος, ὅπου ἦταν φύλακας καί ἡγούμενος.
 Τά ἴδια περίπου μέ τόν ἅγιο Νικόδημο γράφει καί ὁ Πανιερώτατος Μητροπολίτης Μόρφου Νεόφυτος γιά τόν ἅγιο Φιλούμενο σέ βιβλίο πού ἐξέδωκε μέ τόν βίο καί τήν ἀκολουθία τοῦ ἁγίου Φιλουμένου."Τό μαρτύριο τοῦ Νέου Ἱερομάρτυρος Φιλουμένου καταδεικνύει τό ἀμετάβλητον τῆς κλήσεως τοῦ Χριστοῦ μέσα ἀπό τούς αἰῶνες. Σέ καιρούς ὀλιγοπιστίας, ἀμφιβολίας, ἀναστατώσεων ὁ ταπεινός Φιλούμενος κράτησε ἀκλόνητη, σ᾿ ὅλη τήν ἐπίγεια ζωή του, τήν βεβαιότητα τῆς πίστεως, θέτοντας τήν ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ πάνω κι᾿ ἀπό  τήν ἴδια τήν ζωή του. Ἔτσι, μέ τόν θάνατό του χαρίζει σέ ὅλους περίσσειαν ζωῆς".
Μέ αὐτόν τόν ἅγιο θά ἀσχοληθοῦμε σήμερα. Μέ ὁρισμένα σημεῖα τῆς ζωῆς καί τοῦ μαρτυρίου του καί θά προσπαθήσουμε νά βγάλουμε συμπεράσματα καί διδάγματα χρήσιμα γιά τήν ζωή μας.
Ἐπικαλοῦμαι λοιπόν τήν βοήθεια καί τίς εὐχές τοῦ ἁγίου, γιά νά μπορέσω νά μιλήσω τά πρέποντα, ὥστε ὅλοι μας στό τέλος τῆς ὁμιλίας νά φύγουμε ὠφελημένοι καί εὐεργετημένοι, φορτωμένοι μέ τίς εὐλογίες τοῦ ἁγίου.
Ὁ ἅγιος Φιλούμενος, κατά κόσμον Σοφοκλῆς Ὀρουντιώτης, γεννήθηκε καί μεγάλωσε στήν μαρτυρική καί ἁγιοτόκο Κύπρο καί μάλιστα στή Λευκωσία, στίς 15 Ὀκτωβρίου  τοῦ 1913. Οἱ γονεῖς του καταγόταν ἀπό ἕνα χωριό, τήν Ὀρούντα, γι᾿ αὐτό καί πῆραν τό ἐπίθετο Ὀρουντιώτης. Γεώργιος ὁ πατέρας του, Μαγδαληνή ἡ μητέρα του.
Ὁ πατέρας του ἦταν εὔσωμος καί ἐπιβλητικός. Ἔχαιρε μεγάλης ἐκτιμήσεως ἀπό ὅλους, λόγῳ τῆς τιμιότητας καί εὐθύτητας τοῦ χαρακτήρα του. Μέσα σέ ὅλη τήν οἰκογένειά τους κυριαρχοῦσε ἡ γνήσια εὐλάβεια, πού διέκρινε τούς παλαιούς Κυπρίους, ὁ τακτικός ἐκκλησιασμός, ἡ νηστεία, ἡ φιλοξενία, ἡ ἐλεημοσύνη, ἡ ἐν ἱλαρότητι  ἀντιμετώπιση τοῦ θανάτου. Χαρακτηριστικά ἀναφέρεται γιά τούς μεγαλύτερους μέσα στήν οἰκογένεια, ὅτι τά ροῦχα τῆς ταφῆς τους ἦταν ἕτοιμα καί τά φύλαγαν κάτω ἀπό τό μαξιλάρι τους.
Τά πιό πάνω εἶναι ἀρετές εὐλογημένες, πολύ σπάνιες στόν καιρό μας. Σχεδόν δέν τίς συναντοῦμε σήμερα, τίς ἔχουμε ἐγκαταλείψει καί ἀπορρίψει. Ὅσο γιά τό τελευταῖο (τά ροῦχα γιά τήν ταφή), δέν θέλουμε οὔτε νά τά βλέπουμε, οὔτε νά τά σκεπτώμαστε. Καί ὅμως εἶναι τό πιό βέβαιο. Πολλά δέν θά μπορέσουμε νά τά βάλουμε ποτέ ἐπάνω μας. Τά ροῦχα τῆς ταφῆς ὅμως θά τά βάλουμε ὅλοι μας. Κάποιοι κάποτε θά μᾶς τά φορέσουν. Δέν εἶναι καθόλου κακό νά τό σκεπτώμαστε καί νά ἑτοιμαζώμαστε, γιατί αὐτή ἡ ὥρα ἔρχεται ὡς κλέπτης ἐν νυκτί, ὅπως εἶπε ὁ Κύριος.
Οἱ γονεῖς τοῦ ἁγίου ἦταν πολύ στενά συνδεδεμένοι μεταξύ τους μέ ἱερά τά δεσμά τῆς χριστιανικῆς ἀγάπης. Ἀπέκτησαν δέκα τρία παιδιά, τρία ἀπό τά ὁποῖα, δύο ἀγόρια καί ἕνα κορίτσι, πέθαναν σέ νηπιακή ἡλικία. Ὁ πατέρας εὐχόταν, παρακαλοῦσε τόν Θεό καί τό ἔλεγε καί στούς δικούς του, νά τόν ἀξιώσει ὁ Θεός νά πεθάνει τήν ἴδια μέρα μαζί μέ τήν γυναίκα του. Ὁ Θεός τόν ἄκουσε, δέν τοῦ χάλασε τό χατήρι. Τά ξημερώματα τῆς 15ης Ἰουλίου τοῦ ἔτους 1964 ἡ Μαγδαληνή ἐκοιμήθη ἐν εἰρήνῃ καί στίς 3 τό ἀπόγευμα ἔγινε ἡ κηδεία της. Μετά μία ὥρα πέθανε καί ὁ Γεώργιος, προφέροντας γιά τελευταία φορά τό ὄνομα τῆς γυναίκας του. "Ποῦ εἶσαι, Μαγδαληνή μου; " καί ἔτσι τελείωσε! 
Πηγή τοῦ γνήσιου θρησκευτικοῦ ἤθους, τῆς σωστῆς, ἐνάρετης χριστιανικῆς ζωῆς τῆς οἰκογένειας Ὀρουντιώτη ἦταν γιαγιά Ἀλεξάνδρα. Αὐτή ἔβαλε τής στερεές βάσεις καί τίς καλές προϋποθέσεις γιά τήν ἐν Χριστῷ ζωή τῶν παιδιῶν της καί τῶν ἐγγονῶν της.
Ἡ γιαγιά Λωξάνδρα ἔγινε τό ζωντανό, ἁπλοϊκό, ἀλλά καί ὁλόφωτο παράδειγμα σέ ὅλους. Τήν ἔβλεπαν νά προσεύχεται, νά νηστεύει, νά ἐκκλησιάζεται, νά "μετανοιάζει", δηλαδή νά κάνει τίς μετάνοιές της καί ἔτσι ἔμαθαν, διδάχθηκαν ἐμπειρικά τά πνευματικά τους γυμνάσματα, τόν χριστιανικό τρόπο ζωῆς. Ἡ γιαγιά ἔγινε κατά κάποιο τρόπο "Γερόντισσα" καί τά ἐγγόνια της οἱ "ὑποτακτικοί" της. Σέ μεγάλο βαθμό ἐφάρμοζαν στό σπίτι τους τό μοναχικό τυπικό τῆς προσευχῆς καί τῆς ἄσκησης.
Σιγά-σιγά ἄρχισαν νά διαβάζουν κάθε βράδυ τήν Ἁγία Γραφή καί τά συναξάρια. Ἡ ἴδια της δέν ἔξερε γράμματα. Ἀγόραζε ὅμως βιβλία μέ βίους Ἁγίων καί τά ἔδινε στά ἐγγόνια της νά διαβάζουν μέ τήν σειρά ἀπό ἕνα κομμάτι. Αὐτή ἡ μελέτη τούς ὁδήγησε ὅλους σέ περισσότερη προσευχή καί χωρίς πολύ κόπο πιό κοντά στό Θεό. Κάθε βράδυ ἡ γιαγιά ἄναβε τό καντήλι της μπροστά στό εἰκονοστάσι, θύμιαζε, προσκυνοῦσαν ὅλοι τίς εἰκόνες καί μετά τήν προσευχή, πήγαιναν γιά ὕπνο. Ὅταν τά παιδιά μεγάλωσαν ἀκόμη περισσότερο, μπῆκε στό τυπικό τους καί ἡ προσωπική  προσευχή στό δωμάτιό τους. Φρόντιζε μάλιστα νά τά προετοιμάζει πάντοτε μέ τόν καλύτερο τρόπο γιά τήν συμμετοχή τους στή θεία Λειτουργία καί πρό πάντων στή θεία Κοινωνία.
Ἔτσι ἦταν ἡ ἁγία Μακρίνα, ἡ γιαγιά τοῦ Μεγάλου Βασιλείου καί ἡ γιαγιά τοῦ ἁγίου Νεκταρίου.
Βλέπουμε πόσα πολλά μπορεῖ νά κάνει τό σπίτι καί κυρίως πόσα μπορεῖ νά προσφέρει ἡ μητέρα καί ἡ γιαγιά. Ὅταν βέβαια ἀσχολοῦνται μέ τά παιδιά τους, μέ τήν οἰκογένειά τους καί ὄχι μόνο μέ τήν τηλεόραση ἤ ἀποκλειστικά  μέ τά λοῦσα καί τήν ἐξωτερική τους ἐμφάνιση. Τό ἴδιο ἔγραφε καί ὁ ἀπόστολος Παῦλος στήν μαθητή του Τιμόθεο. Γνώριζε τά ἱερά γράμματα ἀπό πολύ μικρός. Εἶχε δασκάλες δύο εὐλαβεῖς καί ἅγιες γυναῖκες, τήν μητέρα του  Εὐνίκη καί τήν γιαγιά του Λωΐδα.
Ἀπό ὅλα τά παιδιά ξεχώριζαν δύο, ὁ Σοφοκλῆς (Ἅγιος Φιλούμενος) καί ὁ Ἀλέξανδρος (πατήρ Ἐλπίδιος), πού ἦσαν δίδυμοι. Ὁ π. Ἐλπίδιος ἦταν πιό δυναμικός, ἐνῷ ὁ π. Φιλούμενος πιό ἥσυχος σάν τήν μητέρα του, τοῦ ἔκανε πάντοτε ὑπακοή καί ἦταν ὑπηρέτης ὅλων. Ποτέ δέν ἀντίλεγε στόν ἀδελφό του. Ἡ ἀπάντησή του ἦταν πάντοτε, "ἐν τάξει ἀδελφέ, ἐν τάξει ἀδελφέ".
Ἐδῶ ἀφήνουμε ὅλους τούς ἄλλους καί θά ἀσχοληθοῦμε μόνο μέ τόν Σοφοκλῆ-Φιλούμενο καί ἀναγκαστικά λίγο καί μέ τόν Ἀλέξανδρο-Ἐλπίδιο, ἀφοῦ σάν δίδυμοι ἦταν πάντοτε μαζί καί εἶχαν πολλά κοινά σημεῖα στή ζωή τους.
Τά παιδιά ἦταν πολλά καί τό σπίτι δέν τούς χωροῦσε, γι᾿ αὐτό κοιμώντουσαν ἀνά δύο ἤ ἀκόμη καί τρεῖς. Οἱ δίδυμοι στό δωμάτιό τους εἶχαν ἕναν ἀκόμη ἀδελφό μεγαλύτερό τους. Ἡ κοινή προσευχή πού ἔκαμναν δέν τούς ἱκανοποιοῦσε, δέν χόρταιναν.  Ἔτσι περίμεναν νά κοιμηθεῖ ὁ μεγαλύτερος ἀδελφός καί ἐκεῖνοι σηκώνονταν γιά νά συνεχίσουν τήν προσευχή τους, πού κάποτε διαρκοῦσε καί δύο ὧρες.
Ὅταν τελείωσαν τό δημοτικό σχολεῖο, ὁ πατέρας τους τούς ἔστειλε νά ἐργασθοῦν ὡς μαθητευόμενοι τόν μέν Σοφοκλῆ σ᾿ ἕνα ράφτη, τόν δέ Ἀλέξανδρο σ᾿ ἕναν σιδηρουργό. Ἡ δίψα ὅμως γιά τόν Θεό ὁλοένα καί αὐξανόταν, γινόταν ἀκόρεστη. Δέν μποροῦσαν νά ἀναπαυθοῦν στόν κόσμο. Ἄρχισαν νά σκέπτονται νά φύγουν σέ Μοναστήρι καί μάλιστα στό Σταυροβούνι.
Τό καλοκαίρι τοῦ 1927 πῆραν τήν τελική τους ἀπόφαση. Ἦταν τότε μόλις 14 ἐτῶν. Δέν θέλησαν νά φύγουν ἀπό μόνοι τους. Σάν τέκνα ὑπακοῆς πῆραν τήν εὐλογία τοῦ πνευματικοῦ τους πατέρα, τοῦ παπα-Νεόφυτου, καί κρυφά ἀπό τήν οἰκογένειά τους μέ τά πόδια ἔφυγαν γιά τό Μοναστήρι. Ὅταν τό ἔμαθαν οἱ γονεῖς τους, πῆγαν νά τούς βροῦν κι᾿ ἐκεῖνοι ἔπεσαν στά γόνατα παρακαλώντας νά μή τούς πάρουν, ἀλλά νά τούς δώσουν τήν εὐχή τους. Εἶχαν πεῖ τά παιδιά στόν πατέρα τους, ὅτι κι᾿ ἄν ἀκόμη μᾶς πάρεις μέ τό ζόρι, ἐμεῖς πάλι θά φύγουμε. Τότε τούς ἄφησαν στό Μοναστήρι.
Ἐκεῖ ἔμειναν κάτι παραπάνω ἀπό πέντε χρόνια. Σέ κάποια ἀκολουθία τῆς Μονῆς παραβρέθηκε ὁ ἔξαρχος τοῦ Παναγίου Τάφου, π. Παλλάδιος, ὁ ὁποῖος πρόσεξε τά δύο καλογεράκια. Ζήτησε ἀπό τόν ἡγούμενο νά τά πάρει μαζί του στά Ἱεροσόλυμα καί νά φοιτήσουν στήν Πατριαρχική Σχολή τῆς Σιών. Ρωτήθηκαν καί οἱ γονεῖς τους, καί ἀφοῦ δέν εἶχαν κι᾿ ἐκεῖνοι ἀντίρρηση, βρέθηκαν καί οἱ δυό τους στά Ἱεροσόλυμα, στήν Ἁγία Γῆ, ἐκεῖ ὅπου ὁ Κύριος τούς κάλεσε.
Ἕνας φίλος καί συμμαθητής τους ἔλεγε γιά τόν π. Φιλούμενο: "Εἶχε κάτι στή συμπεριφορά του, στόν τρόπο πού μιλοῦσε, πού σ᾿ ἔκανε νά τόν συμπαθεῖς. Μιλοῦσε μ᾿ ἕνα χαμόγελο. Ἦταν γλυκύς ἄνθρωπος,  ἄκακος καί δέν θύμωνε ποτέ. Πάντοτε συγχωροῦσε...Μπορούσαμε νά γελάσουμε, νά τοῦ κάνουμε φάρσες, μά δέν θύμωνε ποτέ. Ἦταν ἁπλός καί καλοκάγαθος, ἀλλά κυρίως ταπεινός. Δέν εἶχε φιλοδοξίες καί δέν τοῦ ἔρεσε νά φαίνεται στή Σχολή. Ἀφοῦ ἀκόμη καί στίς φωτογραφίες, πού βγάζαμε καμιά φορά στίς ἐκδρομές πού πηγαίναμε, φρόντιζε νά λείπει ἤ, ἄν ἦταν παρών, κρυβόταν πίσω ἀπό τόν ἀδελφό του, τόν Ἐλπίδιο".
Φτωχαδάκια, ὅταν σπούδαζαν, δέν εἶχαν τόν χειμώνα χοντρά ροῦχα, οὔτε παλτώ νά βάλουν, γι᾿ αὐτό φοροῦσαν ἀπό πάνω μόνο τό ράσο τους, ἀλλά πάντοτε κρύωναν. Ἔτσι ἔβαζαν κάτω ἀπό τήν φανέλλα τους ἐφημερίδες, γιά νά ζεσταίνωνται.
Τό ἔτος 1937 τά δύο ἀδέλφια ἐκάρησαν μοναχοί ἀπό τόν τότε πατριάρχη Τιμόθεο καί ὁ μέν Σοφοκλῆς ὀνομάσθηκε Φιλούμενος, ὁ δέ Ἀλέξανδρος Ἐλπίδιος. Ἔτσι ἐντάχθηκαν κανονικά καί ἐπίσημα πλέον στήν Ἀγιοταφική Ἀδελφότητα.
Ὁ π. Ἐλπίδιος ἱερεύς πλέον τό 1947 πῆγε στό Πατριαρχεῖο Ἀλεξανδρείας, γιά νά προσφέρει ἐκεῖ τίς ὑπηρεσίες του. Ὁ π. Φιλούμενος παρέμεινε στά Ἱεροσόλυμα, ὑπηρετώντας ταπεινά ἐπί σαράντα πέντε συνεχῆ ἔτη, μέχρι τό μαρτυρικό του τέλος.
Πῆγε στήν Ἱερά Μονή τοῦ Ἁγίου Σάββα καί συνεδέθη πνευματικά μέ τούς Ἁγιοσαββαΐτες Πατέρες. Κατόπιν ἀνέλαβε διάφορα καθήκοντα μέσα στά Γραφεῖα τοῦ Πατριαρχείου. Λίγο ἀργότερα, ὡς ἀρχιμανδρίτης, διορίσθηκε ἡγούμενος στήν Τιβεριάδα, στήν Ἱερά Μονή τῶν Ἁγίων Ἀποστόλων. Τόν Μάρτιο τοῦ 1953 μετετέθη στήν Ἰόππη. Ἀργότερα διετέλεσε διευθυντής τοῦ Οἰκοτροφείου τῆς Πατριαρχικῆς Σχολῆς στά Ἱεροσόλυμα καί τυπικάρης στόν Πατριαρχικό Ἱερό Ναό τῶν Ἁγίων Κωνσταντίνου καί Ἑλένης. Γιά τρία χρόνια ὑπηρέτησε στήν Ἱερά Μονή τῆς Μεταμορφώσεως τοῦ Σωτῆρος, στή Ραμάλλα.
Ἄς ἀναφέρουμε κάποια περιστατικά ἀπό τήν ζωή αὐτῶν τῶν ἐτῶν.  Ἦταν πολύ φιλακόλουθος. Ἐπέμενε πολύ στήν ἀκριβή τέλεση τῶν Ἱερῶν Ἀκολουθιῶν. Ἄν κάποιος ψάλτης ἤ ἀναγνώστης ἤθελε νά παραλείψει κάτι, ἐκεῖνος τούς ἐπέπληττε. Εἶχε στό κελλί του ὅλα τά ἐκκλησιαστικά βιβλία καί ὅσες ἀκολουθίες δέν μποροῦσαν νά τίς διαβάσουν στήν ἐκκλησία, ὁ π. Φιλούμενος τίς διάβαζε στό δωμάτιό του.
Ἐπέμενε πολύ στό θέμα τῆς προσευχῆς. Συμβούλευε κάθε βράδυ νά διαβάζουν τό Ἀπόδειπνο καί τούς Χαιρετισμούς τῆς Παναγίας. Δέν ἤθελε ποτέ νά τά παραλείπουν οὔτε καί ὅταν ἦταν κουρασμένοι ἤ ἄρρωστοι. Νά τά λένε ἔστω καθιστοί ἤ ἀκόμη καί στό κρεββάτι.
Πόσο ὠφέλιμα καί διδακτικά εἶναι τά λόγια του γιά μᾶς, πού μέ πολλή μεγάλη εὐκολία παραλείπουμε τήν προσευχή μας! Ἔτσι ὅμως διακόπτουμε τίς σχέσεις μας μέ τόν Θεό καί καταδικάζουμε τούς ἑαυτούς μας. Στερούμεθα τίς εὐλογίες καί τά δῶρα του.
Ἀγαποῦσε πολύ τούς ἐνορίτες, ὅπου καί ἄν ὑπηρέτησε. Γι᾿ αὐτό ὅλοι τόν ἀγαποῦσαν καί τόν σεβόντουσαν. Ἀγαποῦσε τούς Ἁγιοταφῖτες Πατέρες καί ἰδιαίτερα τούς μικρότερους, τούς ὁποίους προστάτευε καί ἐνίσχυε μέ κάθε τρόπο. Τούς μάζευε στόν ἴσκιο κάποιου δέντρου καί τούς ἔδινε διάφορες συμβουλές. Ἐδιηγεῖτο βίους Ἁγίων καί ἀργότερα τούς ἔκαμνε ἐρωτήσεις, γιά νά διαπιστώσει ἄν τά θυμοῦνται.
Ἦταν ἀκούραστος, πρόθυμος στή φιλοξενία. Ἔτρεχε νά δεῖ καί νά ἐξυπηρετήσει ὅλους τούς προσκυνητές, πού πήγαιναν στά διάφορα προσκυνήματα, ὅπου ὁ ἴδιος ὑπηρέτησε. Ἐμεῖς σήμερα κλείσαμε τήν πόρτα τοῦ σπιτοῦ μας, ἀρνηθήκαμε τήν φιλοξενεία καί τό μόνο πού κατορθώσαμε εἶναι νά κλείσουμε ἔξω ἀπό τό σπίτι μας τόν ἴδιο τόν Χριστό. Ὅπως λέει ὁ ἀπόστολος Παῦλος, κάποιοι πού εἶχαν περί πολλοῦ τήν φιλοξενία, ἀξιώθηκαν νά φιλοξενήσουν ἀκόμη καί ἀγγέλους. Ἐδῶ ἐννοεῖ τόν Ἀβραάμ, πού φιλοξένησε τήν Ἁγία Τριάδα στήν δρῦν τοῦ Μαμβρῆ.
Ἕνας φίλος του ἀναφέρει, ὅτι ὁ π. Φιλούμενος δέν ἦταν καθόλου φιλόδοξος. Μποροῦσε νά σπουδάσει, νά γίνει Ἐπίσκοπος, ἀλλά δέν τό ἤθελε. Δέν εἶχε ἀπαιτήσεις νά ἀνεβεῖ ψηλά. Τόν ἐνδιέφεραν οἱ ἀξίες καί ὄχι τά ἀξιώματα. Κάποια ἀδελφή του τοῦ εἶπε νά πάει στήν Ἀθήνα νά σπουδάσει, ἀλλ᾿ ἐκεῖνος τῆς τό ἔκοψε ἀμέσως. Ὄχι, τῆς εἶπε. Δέν μπορῶ νά μή ὑπακούσω στούς πατέρες. Αὐτή ἡ ἀπόλυτη ὑπακοή τόν χαρακτήριζε σέ ὅλη τήν διάρκεια τῆς διακονίας του. Πολύ λίγες φορές ἐγκατέλειψε τόν τόπο τῆς διακονίας του. Στά 45 χρόνια πού ἦταν στά Ἱεροσόλυμα μόνο 2 ἤ 3 φορές πῆγε στήν Κύπρο, στήν ἰδιαίτερη πατρίδα του.
Στό θέμα τῆς νηστείας ἦταν πάρα πολύ αὐστηρός. Συνήθως ἔτρωγε ἐλάχιστα, χωρίς νά ἔχει ἀπαιτήσεις γιά τό εἶδος τοῦ φαγητοῦ. Πολύ συχνά ἔλεγε: Νά χαίρεσαι, πού νηστεύεις. Ἡ νηστεία πάντα τόν χρόνον ὠφέλιμός ἐστι. Ἐνῷ ἦταν τόσο αὐστηρός μέ τόν ἑαυτό του, μέ τούς ἄλλους ἦταν ἐπιεικής καί συγκαταβατικός. Τόσο βέβαια πού ἡ ἐπιείκειά του νά μή βλάπτει πνευματικά, ἀλλά νά ὠφελεῖ.
Ἀγωνιζόταν νά ζεῖ πνευματικά, ἀθόρυβα ὅμως καί ταπεινά καί ἐπιμελῶς φρόντιζε, ὥστε οἱ πνευματικοί του ἀγῶνες νά μένουν ἀφανεῖς καί ἄγνωστοι στούς ἀνθρώπους γύρω του. Παρ᾿ ὅλα αὐτά, ὅσοι τόν γνώριζαν, τόν εὐλαβόντουσαν πολύ. Ἀναγνώριζαν τήν ἁγιότητά του. Ἔλεγε ὁ Μητροπολίτης Σκυθουπόλεως, ὅτι ἦταν ἕνας καθ᾿ ὅλα σωστός μοναχός.
Τελευταῖος διορισμός του ἀπό τό Πατριαρχεῖο ἦταν στή Σαμάρεια, στό φρέαρ τοῦ Ἰακώβ ἤ ἀλλιῶς τῆς Σαμαρείτιδος, στίς 8 Μαΐου  τοῦ 1979. Στό προσκύνημα αὐτό ὁ π. Φιλούμενος εἶχε νά ἀντιμετωπίσει πολλές δυσκολίες. Κάθε Παρασκευή ἀρκετοί φανατικοί Ἑβραῖοι πήγαιναν νά προσευχηθοῦν στό πηγάδι τοῦ Ἰακώβ καί τοῦ ἔλεγαν νά μαζέψει τίς εἰκόνες καί τόν Ἐσταυρωμένο καί νά φύγει ἀπό ἐκεῖ, διότι τό πηγάδι τούς ἀνήκει. Διαφορετικά θά τό μετανοιώσει πικρά. Ἀπειλοῦσαν, ὅτι θά τόν σκοτώσουν. Αὐτός ὅμως ἤξερε τά ἑβραϊκά καί τούς ἀποστόμωνε. Τούς ἐξηγοῦσε, ὅτι ἡ παρουσία τῶν χριστιανῶν ἐκεῖ εἶχε ἱστορία δύο χιλιάδων ἐτῶν, ἐνῷ τῶν Ἑβραίων ἐλαχίστων δεκαετιῶν.
Ἔλεγε σέ κάποιον Μητροπολίτη: Τί νά κάνω, Γέροντα; Ἀπειλοῦν, ὅτι θά μέ σκοτώσουν. Ἄς μέ σκοτώσουν. Τί νά κάνω ἄλλο; Ἕνα μαρτύριο θά μέ σώσει. Παρά τίς ἀπειλές, πού δεχόταν, πῆρε τήν ἀπόφαση νά μείνει ἐκεῖ. Ἦταν ἄνθρωπος τῆς θυσίας καί τοῦ καθήκοντος, εἶπε ὁ π. Εὐδόκιμος, σημερινός ἡγούμενος τῆς Ἱερᾶς Μονῆς τοῦ Ἁγίου Σάββα.
Τό ἀπόγευμα τῆς 29ης Νοεμβρίου 1979, μέρα πού ἡ Ἐκκλησία μας τιμᾶ τήν μνήμη τοῦ ἁγίου Μάρτυρος Φιλουμένου,(δηλαδή μέρα τῆς γιορτῆς του), φανατικοί Ἑβραῖοι μπῆκαν στό χῶρο τοῦ φρέατος.  Ἦταν μέρα βροχερή, 5 τό ἀπόγευμα καί ὁ π. Φιλούμενος τελοῦσε τόν Ἑσπερινό. Τοῦ ἐπιτέθηκαν μέ τσεκούρι καί ἀφοῦ τόν κακοποίησαν ἄσχημα, τόν σκότωσαν. Τόν χτύπησαν στό πρόσωπο, πάνω στό κρανίο   σέ σχῆμα σταυροῦ. Τοῦ ἔκοψαν τά τρία δάχτυλα τοῦ δεξιοῦ χεριοῦ, μ᾿ ἐκεῖνα πού κάνουμε τό σημεῖον τοῦ Σταυροῦ. Τόν χτύπησαν στά μάτια, στή σιαγόνα καί στά πόδια. Ἐν ὅλω 36 τσεκουριές. Τοῦ ἔκαναν καί ἄλλα πολλά. Στή συνέχεια βεβύλωσαν τήν ἐκκλησία, τόν  σταυρό τοῦ Ἱεροῦ, ἔσπασαν τόν Ἐσταυρωμένο καί τό ἅγιο Ἀρτοφόρειο. Φεύγοντας ἔρριξαν καί μία χειροβομβίδα, καταστρέφοντας τόν χῶρο σχεδόν ὁλοσχερῶς.
Τήν ἄλλη μέρα τό πρωΐ ἦρθε ὁ φύλακας. Γυρεύει τόν π. Φιλούμενο, ἀλλά δέν τόν βρῆκε πουθενά.  Φώναξε ἀρκετές φορές χωρίς νά πάρει ἀπάντηση. Κάποια στιγμή μπῆκε στήν ἐκκλησία. Τόν βρῆκε ἐκεῖ νεκρό μέσα σέ μία λίμνη αἵματος. Εἰδοποίησε ἀμέσως τήν ἀστυνομία καί ἐκείνη μέ τήν σειρά της ἐνημέρωσε τό Πατριαρχεῖο.
Τό Πατριαρχεῖο ἔστειλε δύο Μητροπολίτες μαζί καί ἄλλους πατέρες, γιά νά δοῦν τήν κατάσταση. Τό θέαμα πού ἀντίκρυσαν ἦταν τραγικό. Ὅλα κατεστραμμένα...
Τό σκήνωμα τοῦ π. Φιλουμένου τό πῆραν οἱ ἑβραϊκές Ἀρχές καί τό πῆγαν στό Τέλ Ἀβίβ γιά νεκροψία. Μετά πέντε ἡμέρες εἰδοποίησαν τούς  Ἁγιοταφῖτες πατέρες νά πᾶνε νά τόν πάρουν. Πῆγαν τέσσερις πατέρες. Ἕνας ἀπό αὐτούς ὁ π. Σωφρόνιος λέει: Πῆγα μέ ἄλλους τρεῖς. Μᾶς τόν ἔδωσαν ἐντελῶς γυμνό. Εὐτυχῶς εἴχαμε πάρει ὅλα τά χρειαζούμενα, γιά νά τόν ντύσουμε. Ἀλλά δέν φαντάζεστε τήν ἔκπληξή μας, ὅταν μᾶς τόν παρέδωσαν κομματιασμένο. Τό πρόσωπό του ἀγνώριστο, φέρον τά στίγματα τοῦ μαρτυρίου".
Μέ θλίψη οἱ πατέρες παρέλαβαν τό σκήνωμα τοῦ Ἁγίου, γιά νά τό ἑτοιμάσουν γιά τήν ταφή. Τότε βρέθηκαν μπροστά σ᾿ ἕνα ἄλλο θαυμαστό γεγονός. Τό σῶμα ἦταν μαλακό καί εὐλύγιστο. Δέν εἶχε τήν νεκρική ἀκαμψία. Οἱ ἄλλοι πατέρες δέν ἄντεχαν νά βλέπουν τό κακοποιημένο σῶμα καί ἀπομακρύνθηκαν. Ἔμεινε μόνος ὁ π. Σωφρόνιος. Μόνος εἶναι πολύ δύσκολο νά ντύσεις ἕναν νεκρό καί μάλιστα σέ τέτοια κατάσταση.
Ὁ π. Σωφρόνιος μίλησε στό νεκρό σάν νά ἦταν ζωντανός. Γέροντα, ὅπως βλέπεις, εἶμαι μόνος καί δέν μπορῶ νά σέ ντύσω. Τώρα θά μέ βοηθήσεις ἐσύ. Ὅταν τοῦ ἔβαλε τήν φανέλλα, τό χέρι κατέβηκε μόνο του καί κανονικά σάν νά ἦταν ζωντανό. Τοῦ μάζευε τά πόδια, γιά νά τοῦ βάλει τά ροῦχα καί ὁ νεκρός κατόπιν τά ἅπλωνε μόνος του! 
Στήν κηδεία του πλῆθος κόσμου μαζεύτηκε, ὄχι μόνο χριστιανοί, ἀλλά καί ἑτερόδοξοι, μουσουλμᾶνοι καί χοτζάδες ἀκόμη. Ὅλοι ἦρθαν νά τοῦ δώσουν τόν τελευταῖο ἀσπασμό. Ὅλοι τόν ἔκλαψαν, γιατί ἦταν ἕνας καλός καί ἅγιος ἱερομόναχος. 
Τό Πατριαρχεῖο εἰδοποίησε τούς συγγενεῖς του νά πᾶνε στήν κηδεία, ὅπως πράγματι ἀρκετοί μπόρεσαν νά πᾶνε. Ὁ π. Ἐλπίδιος τόν καιρό ἐκεῖνο ζοῦσε στήν Νέα Σκήτη τοῦ Ἁγίου Ὄρους. Ἕνας ἀνεψιός του (γνωστός μου) τόν εἰδοποίησε σχετικά μέ τήν κηδεία, ἀλλ᾿ ἐκεῖνος δέν προλάβαινε νά πάει ἀπό τό Ἅγιο Ὄρος. Πήγαινε, τοῦ εἶπε καί στήν ἐπιστροφή μοῦ λές τί ἔγινε.
Πράγματι μετά τήν κηδεία καί τήν ἐπιστροφή του στήν Ἀθήνα ξαναπῆρε στό τηλέφωνο τόν π. Ἐλπίδιο, στόν ὁποῖο εἶπε λίγα πράγματα γιά  τήν δολοφονία καί τήν κηδεία τοῦ π. Φιλουμένου. Ἐκεῖνος τοῦ εἶπε, δέν μοῦ τά λές καλά. Μοῦ κρύβεις κάποια πράγματα. Τήν ὥρα πού τόν βασάνιζαν καί τόν ἔκοβαν, ἐγώ ἄκουγα τήν φωνή του. Ἀδελφέ, μέ σκοτώνουν πρός δόξαν Θεοῦ, μοῦ φώναζε. Σέ παρακαλῶ, μή ἀγανακτήσεις. Ὁ π. Ἐλπίδιος ἀπό τό Ἅγιο Ὄρος ἄκουε καί ἤξερε τί γινόταν στόν ἀδελφό του καί τί τραβοῦσε τήν ὥρα τοῦ μαρτυρίου του. Τούς ἴδιους πόνους αἰσθανόταν καί αὐτός. Κάνε κουράγιο, τοῦ ἀπαντοῦσε.
Εἶχαν κάποια ἰδιαίτερη σχέση τά δύο ἀδέλφια ἀπό παλιά. Ὅταν πονοῦσε ὁ ἕνας, πονοῦσε καί ὁ ἄλλος. Ὅταν ἦταν στενοχωρημένος ὁ ἕνας, ἦταν καί ὁ ἄλλος. Ὅταν ἦταν χαρούμενος ὁ ἕνας, τό ἴδιο ἦταν καί ὁ ἄλλος.
Κάποτε μάλιστα, ὅταν σπούδαζαν στήν Πατριαρχική Σχολή τῆς Σιών, τούς ἔβαλαν σέ δύο διαφορετικές αἴθουσες καί τούς ἔδωσαν νά γράψουν μία ἔκθεση μέ τό ἴδιο θέμα.  Ἔγραψαν καί οἱ δύο ἀκριβῶς τά ἴδια πράγματα, σάν νά εἶχαν καρμπόν ἀπό κάτω, μέ τά ἴδια ὀρθογραφικά λάθη.
Τέσσαρα χρόνια μετά τήν ταφή ἀνέσκαψαν τόν τάφο, γιά νά βγάλουν    τά ἱερά λείψανά του. Μία οὐράνια εὐωδία ἄρχισε νά ἀναδύεται, πού ὅσο πήγαινε γινόταν πιό ἔντονη. Τό σῶμα ἦταν ἄφθαρτο καί ἐξακουλουθοῦσε νά εἶναι εὐλύγιστο. Μποροῦσες νά τό σηκώσεις καί νά τό στήσεις ὄρθιο, θυμᾶται ὁ π. Μακάριος. Τά ροῦχα ἐπίσης μέ τά ὁποῖα τάφηκε ὁ ἅγιος, δέν εἶχαν λιώσει. Γιά κάποιους μῆνες εἶχαν τό ἅγιο λείψανο στήν Πατριαρχική Σχολή. Μετά ὅμως ἡ Ἱερά Σύνοδος τοῦ Πατριαρχείου ἀποφάσισε νά ξαναταφεῖ τό σῶμα τοῦ Ἁγίου.       
Στίς 8 Ἰανουαρίου τοῦ 1985 ἔγινε ἡ δεύτερη ἐκταφή καί τοποθετήθηκε τό ἅγιο λείψανο καί πάλι στήν Σχολή τοῦ Πατριαρχείου. Σήμερα βρίσκεται στόν περικαλῆ Ναό τῆς Ἁγίας Φωτεινῆς τῆς Σαμαρείτιδος, πάνω ἀπό τό φρέαρ τοῦ Ἰακώβ, ἐκεῖ ὅπου ἐμαρτύρησε ὁ Ἅγιος.
Παλιότερα ὑπῆρχαν ἑβραϊκά στρατιωτικά φυλάκια ἔξω ἀπό τήν Νεάπολη καί πολύ δύσκολα πήγαινε κάποιος στή Σαμάρεια. Ἀπό τότε ὅμως πού μετέφεραν ἐκεῖ τό λείψανο τοῦ Ἁγίου Φιλουμένου, ἄνοιξε ὁ δρόμος, καταργήθηκε τό φυλάκιο καί ἐλεύθερα πλέον ὅλοι πηγαίνουν στό φρέαρ, γιά νά προσκυνήσουν καί στό Ναό καί τό Ἱερό Λείψανο τοῦ Ἁγίου Φιλουμένου. Εἶναι ἕνα θαῦμα καί μία εὐλογία, πού πρόσφερε ὁ Ἅγιος στό προσκύνημά του.
Κάποια θαύματα γιά νά τελειώσουμε. Στήν δεύτερη ἐκταφή ἀπουσίαζε ὁ π. Σωφρόνιος, στόν ὁποῖο ἀναφερθήκαμε προηγουμένως, γιατί δέν εἶχε εἰδοποιηθεῖ. Τό προηγούμενο βράδυ εἶδε σάν σέ ὄνειρο τόν ἅγιο Φιλούμενο νά τοῦ λέει: Ἐσύ Σωφρόνιε, δέν θά ἔρθεις αὔριο; Ἔτσι πληροφορήθηκε γιά τήν ἐκταφή.
Στήν πρώτη ἀγρυπνία, πού θά γινόταν πρός τιμήν τοῦ Ἁγίου στήν Κύπρο, λέει ὁ Μητροπολίτης Μόρφου Νεόφυτος στήν ἀδελφή του Γαλάτεια, δέν θά ἔρθεις στήν ἀγρυπνία; Δέν μπορῶ, Σεβασμιώτατε. Ἔχω σοβαρά προβλήματα ὑγείας, μοῦ πονᾶνε καί τά πόδια...Στενοχωριόταν πού δέν θά μποροῦσε νά πάει στήν Ἐκκλησία. Εἶχε μία φωτογραφία τοῦ π. Φιλουμένου κορνιζομένη σ᾿ ἕνα τραπέζι κοντά της. Κάποια στιγμή βγαίνει ἀπό τήν φωτογραφία  καί τῆς λέει, νά ἔρθεις κι᾿ ἐγώ θά εἶμαι ἐκεῖ καί θά σέ βοηθήσω. Τότε ἀπεφάσισε νά πάει στήν ἀγρυπνία. Καί πραγματικά πέρασε ὅλες τίς ὧρες τῆς ἀγρυπνίας χωρίς νά ἔχει καμιά δυσκολία καί μάλιστα στεκόταν συνέχεια ὄρθια.
Ἀρκετά θαύματα ἔγιναν στήν περιοχή τῆς Ραμάλλα, ὅπου ὑπηρέτησε ὁ ἅγιος. Τό παιδί κάποιας γνωστῆς του οἰκογένειας ἦρθε στή Ἑλλάδα καί σπούδασε ὀδοντίατρος. Ἀργότερα ἀρρώστησε ἀπό καρκῖνο καί πῆγαν στήν Ἀμερική. Ἔκαναν θεία Λειτουργία στή Σιών, προσκύνησαν τό ἱερό Λείψανο καί παρεκάλεσαν τόν Ἅγιο νά βοηθήσει. Μετά τήν θεία Λειτουργία, ὅταν ξαναπῆγαν γιά ἐξέταση, τά ἀποτελέσματα ἦταν ὅλα πεντακάθαρα. Ἀκόμη καί οἱ ἴδιοι οἱ γιατροί  ἀποροῦσαν, πῶς συνέβη αὐτό.
Στίς 28 Ὀκτωβρίου τοῦ 1985 ὁ Μητροπολίτης Παλλάδιος ἔπρεπε νά πάει νά τελέσει τήν δοξολογία σέ μία Ἐκκλησία. Τό προηγούμενο βράδυ λιποθύμησε μέσα στό δωμάτιό του καί ἔμεινε ἀναίσθητος μέχρι τίς δέκα τό πρωΐ. Ἐπειδή ἀργοῦσε νά φανεῖ, τόν ἀνεζήτησαν στό δωμάτιό του, ὅπου τόν βρῆκαν ἀναίσθητο, χωρίς νά μιλάει, χωρίς νά καταλαβαίνει τίποτε. Ὁ π. Σωφρόνιος, πού ἦταν παρών, εἶχε μαζί του ἕνα μικρό τεμμάχιο ἀπό τό λείψανο τοῦ ἁγίου Φιλουμένου. Σταύρωσε μέ αὐτό τόν σχεδόν πεθαμένο Δεσπότη κι᾿ ἐκεῖνος τήν ἴδια στιγμή συνῆλθε. Ἄνοιξε τά μάτια του, ἀνέπνευσε βαθειά καί σηκώθηκε.
Κατά τόν μακαριστό Γέροντα Σεραφείμ, ἡγούμενο τῆς Ἱερᾶς Μονῆς τοῦ Ἁγίου Σάββα, «Ὁ π. Φιλούμενος ἦταν ἅγιος ἄνθρωπος. Ζοῦσε βιοτήν ὁσιακήν, ἀπό μικρός. Γι᾿ αὐτό τόν ἀξίωσε ὁ Θεός καί μαρτύρησε, δίνοντάς του μάλιστα μαζί μέ τήν ἀφθαρσία καί εὐωδία τοῦ σκήνους του καί τῶν ἰαμάτων τήν χάριν, ὡς ἄνωθεν ἐπισφράγιση τῆς ἔνταξής του ἐν σκηναῖς Ἁγίων».
Μετά τό μαρτυρικό τέλος τοῦ π. Φιλουμένου, τό Πατριαρχεῖο ἔστειλε ἄλλους πατέρες στό προσκύνημα. Τό 1982 σέ μιά νέα ἐπίθεση  τραυματίσθηκε ἡ μοναχή Φιλοθέη, πού διακονοῦσε ἐκεῖ. Μετά τό ἐπισόδιο αὐτό ἔκλεισε τό προσκύνημα καί παρέμεινε χωρίς ἡγούμενο, γιατί κανείς δέν ἤθελε νά ἀναλάβει ἐκεῖ καθήκοντα.
Τό 1983 ὁ τότε Πατριάρχης Διόδωρος κάλεσε τόν π. Ἰουστῖνο καί τοῦ πρότεινε νά ἀναλάβει τήν ἡγουμενία στό φρέαρ. Ἐκεῖνος στήν ἀρχή ἀρνήθηκε. Ὅσο ὅμως περνοῦσαν οἱ ἡμέρες, τά βράδια πού ἔπεφτε νά κοιμηθεῖ, κάτι σάν ὄνειρο...κάποιο ὅραμα τόν ξυπνοῦσε, δέν μποροῦσε νά ἡσυχάσει. Τελικά δέχθηκε νά πάει. Μέχρι σήμερα δέχθηκε καί αὐτός πάνω ἀπό 15 ἐπιθέσεις, πού στόχο εἶχαν ἤ νά τόν σκοτώσουν ἤ τοὐλάχιστον νά τόν ἐκφοβίσουν, ὥστε νά ἐγκαταλείψει τό προσκύνημα, πρᾶγμα πού δέν ἐπέτυχαν. Ὁ π. Ἰουστῖνος ὅσο ἀνάστημα τοῦ λείπει, τόσο θάρρος καί γενναιότητα διαθέτει. Λέει ὁ ἴδιος, ὅτι σέ ὅλες τίς δυσκολίες πού εἶχε, βοηθός του καί προστάτης ἦταν πάντοτε ὁ π. Φιλούμενος.
Ἕνα βράδυ τόν εἶδε πάλι στόν ὕπνο του. Σήκω, τοῦ εἶπε, εἶναι ἡ ὥρα τῆς ἀκολουθίας. Πράγματι σηκώθηκε, ἀλλά εἶδε τό ὡρολόϊ καί διεπίστωσε ὅτι ἦταν νωρίς ἀκόμη. Ὅπως στεκόταν δίπλα στό κρεββάτι του, βλέπει τό χέρι τοῦ ἁγίου Φιλουμένου μέ τό γκρίζο ἀντερί, πού συνήθιζε νά φοράει καί ἄκουσε αὐστηρή τήν φωνή του νά τοῦ λέει; Σοῦ εἶπα νά σηκωθεῖς, ἀλλά κατέβα στήν ἐκκλησία ἀπό τήν ἀριστερή πόρτα, ὄχι ἀπό τήν δεξιά.
Σκέφτηκε μήπως εἶναι πειρασμός ἀπό τόν διάβολο καί ἄρχισε νά λέει τό Θεοτόκε Παρθένε... Ὁ ἅγιος τόν ἔπιασε ἀπό τόν ἀριστερό ὦμο καί τοῦ ξαναλέει, ἔλα, ὁ ἴδιος εἶμαι, ὁ Φιλούμενος, μή δοκιμάζεις. Σοῦ ξαναλέω, κατέβα στό προσκύνημα ἀπό τήν ἀριστερή πόρτα καί ὄχι ἀπό τήν δεξιά. Ἔκανε τό σταυρό του καί κατέβηκε. Στήν ἀριστερή πλευρά τῆς ἁγίας τραπέζης ἄκουσε θόρυβο ρολογιοῦ. Κάποιοι εἶχαν τοποθετήσει ὡρολογιακή βόμβα... Κάλεσε ἀμέσως τήν ἀστυνομία καί μόλις πού πρόλαβαν καί τήν πέταξαν ἔξω, ἔσκασε, ἔγινε ἡ ἔκρηξη.
Τήν τρίτη φορά πού δέχθηκε ἐπίθεση ὁ π. Ἰουστῖνος, ἦταν ἀπό ἕναν φανατικό Ἑβραῖο πού κρατοῦσε τσεκούρι. Θά σέ σκοτώσω, ὅπως σκότωσα καί τόν ἄλλο, τοῦ εἶπε. Ἦταν ὁ ἴδιος πού σκότωσε τόν π. Φιλούμενο. Ὅμως μέ ἕνα μονόκερο μπρούντζινο μανουάλι ὁ π. Ἰουστῖνος τόν χτύπησε καί τοῦ ἔσπασε τά χέρια, ἔτσι τόν συνέλαβαν. Ὁμολόγησε τόν φόνο, πόσοι ἦταν, πῶς μπῆκαν μέσα καί ἔκανε ἀναπαράσταση τοῦ φόνου.
Σέ κάποιον πόλεμο μεταξύ Ἑβραίων καί Μουσουλμάνων χτυποῦσαν τόν μεγαλοπρεπῆ Ναό τῆς Ἁγίας Φωτεινῆς. Μόλις τόν ἀποπεράτωσε ὁ π. Ἰουστῖνος καί τώρα τοῦ προξενοῦσαν ζημιές. Κάποιες τίς διόρθωσε, κάποιες  τίς ἄφησε ἐπίτηδες, νά φαίνωνται. Ἔβλεπε τά κομμάτια τοῦ τοίχου νά πέφτουν στήν αὐλή, μπροστά στήν εἴσοδο καί ἐπικαλέσθηκε τόν Ἅγιο Φιλούμενο. Ποῦ εἶσαι; εἶπε. Δέν βλέπεις χαλᾶνε τήν Ἐκκλησία σου. Μοῦ τά ἔλεγε ὁ ἴδιος καί ἔκλαιγε. Τότε τόν βλέπει ζωντανό, ὁλοζώντανο, ὄρθιο πάνω στή στέγη τοῦ Ναοῦ. Ἔπιανε τά βλήματα, πού πήγαιναν πάνω στήν Ἐκκλησία καί ἤ ἔσκαναν χωρίς πλέον νά προκαλέσουν ζημιά ἤ τά ἔπιανε καί τά ἔρριχνε κάτω στό ἔδαφος, χωρίς νά σκάσουν! 
Ἡ ἐπίσημη ἁγιοκατάταξη ἔγινε τήν ἡμέρα τῆς ἑορτῆς καί τοῦ μαρτυρίου του. Δηλαδή στίς 29 Νοεμβρίου τοῦ 2009, ἀκριβῶς τριάντα χρόνια μετά τό μαρτυρικό του τέλος. Εἶχα τήν μεγάλη εὐλογία ἀπό τόν Θεό, νά εἶμαι κι᾿ ἐγώ ἐκεῖ, νά παρευρίσκωμαι στήν τελετή τῆς ἁγιοκατάταξης.
 Τήν προηγούμενη μέρα εἴμασταν στόν ἑσπερινό. Πήγαμε νά προσκυνήσουμε τό ἅγιο Λείψανό του. Εὐωδίαζε πολύ, χαλοῦσε ὁ κόσμος ἀπό τήν εὐωδία. Μετά τήν τέλεση τοῦ ἑσπερινοῦ ἀνεβήκαμε στό λεωφορεῖο γιά νά φύγουμε. Μέχρι ἔξω στό δρόμο ἦταν ἔντονη ἡ εὐωδία τοῦ  Ἁγίου. Εὐωδίαζε καί τήν ἄλλη μέρα  στή θεία Λειτουργία, ἀλλά κάπως λιγότερο ἀπό ὅ,τι στόν ἑσπερινό.
Τήν ἀπόφαση τῆς ἁγιοκατάταξης τήν διάβασε ὁ ἴδιος ὁ Πατριάρχης. Ἐκεῖ ἀναφέρεται, ὅτι ὁ π. Φιλούμενος εἶχε καί ἁγία ζωή καί ἀξιώθηκε τοῦ μαρτυρίου χάριν τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ.
Στή θεία Λειτουργία ἐντελῶς τυχαῖα, χωρίς νά τό γνωρίζω, οὔτε νά τό φαντασθῶ, φόρεσα τά ἄμφια τοῦ ἁγίου Φιλουμένου, τά ὁποῖα καί μοῦ χάρισε πρόθυμα σάν μεγάλη εὐλογία ὁ π. Ἰουστῖνος. Μετά τήν θεία Λειτουργία τύλιξέ τα καί πάρτα στό σπίτι σου, μοῦ εἶπε. Ἐπίσης ἡ Γερόντισσα Εὐπραξία, ἡγουμένη τῆς Ἱερᾶς Μονῆς Βηθανίας καί ὁ π. Ἰουστῖνος μοῦ ἔδωσαν λίγο ἀπό τό αἷμα τοῦ μαρτυρίου του, ἄλλη μεγάλη εὐλογία. Καί τά δύο αὐτά τά ἔχω φέρει μαζί μου γιά νά τά προσκυνήσετε κι᾿ ἐσεῖς.
Κατά τήν ἔξοδό σας ἀπό τόν Ναό θά πάρετε ἀπό ἕνα εἰκονάκι τοῦ ἁγίου καί μαζί μέ αὐτό εὔχομαι νά πάρετε χάρη πολλή, βοήθεια, δύναμη, εὐλογία καί ἁγιασμό ἀπό τόν ἅγιο Φιλούμενο τόν νέο Ἱερομάρτυρα τῆς Ἐκκλησία μας. Ἀμήν.-